-
21 руль
1. ав. το πηδάλι/ο, το τιμόνιгазовый (ркт.) το πτερύγιο ελέγχου2. (авто) το τιμόνι 3. мор. το πηδάλι/ο, το τιμόνιперо - я мор. πτερό/πτέρυγα - ουподшипник - я мор. τριβέας του - ουпятка - я мор. αρσενικό βελόνι του - ουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > руль
-
22 указатель
1. (надпись, стрелка, прибор) о δείκτης, ο ενδείκτης, ο καταδείκτηςдорожный - о οδοδείκτης, το οδικό σήμα-качества рабочей (топливной) смеси ав. - ποιότητας του μείγματος (των καυσίμων) λειτουργίας2. (справочная книга или справочный список в книге) о κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > указатель
-
23 βάθος
(-ους и -ου) τό1) глубина (тж. перен.); глубь;μεγάλα βάθη — большая глубина;
στο βάθος τού δάσους — а) в глубине леса; — б) вглубь леса;
σε βάθος — на глубине;
βάθος σκέψης (γνώσεων) — глубина мысли (знаний);
βάθος εννοίας — филос, глубина понятия;
των πραγμάτων — сущность вещей;2) дно (моря); недра (земли);ζώα απαντώντα εις το βάθος των θαλασσών - — животные, обитающие на дне морском;
3) театр. задник;4) жив. фон;§ (γνωρίζω κάτι) κατά βάθος ( — знать что-л.) глубоко, основательно;
εκ βάθους ψυχής και καρδίας — от всей души и от всего сердца;
ή τού ΰψου(ς) ή τού βάθου(ς) ≈ — либо пан, либо пропал;
χαίρε βάθος αμέτρητον! ирон. — не предела (наивности, глупости)
-
24 измерение
1. (нахождение численного значения величины посредством сравнения с единицей меры) η μέτρηση 2. (проверка параметров, испытаний и др.) η μέτρησ/η, ο έλεγχος 3. мат. η διάστασ/ηв трёх - ях σε τρείς - εις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измерение
-
25 триммер
1. ав. το πτερύγιο ζυγοστάθμι-σης/αντίστασης 2. (подстроечный конденсатор) о πυκνωτής ρύθμισης της ακριβείας 3. (метательный конвейер) о αποθέτης χύδην φορτίου 4. (дер.-об.) о (πολυ)πρίων για εγκάρσιες τομές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > триммер
-
26 ψυχή
η1) душа;τον πονεί το ψυχή μου — у меня душа болит за него;
αυτό το άδικο δεν το ανέχεται η ψυχή μου — я не могу перенести такой несправедливости;
2) храбрость, мужество, смелость, отвага;τό λέει η ψυχή του — он храбрый;
αυτός έχει ψυχή λαγού — у него заячья душа, он трус;
3) бодрый дух, энергия;αυτή η γυναίκα έχει ψυχή — это энергичная, смелая женщина;
4) душа, человек;τό χωριό έχει εξακόσιες περίπου ψυχές — в селе около шестисот жителей, около шестисот душ;
ψυχή βαρεία θλιμμένη — неприкаянная душа;
δεν υπαρχει ψυχή ζωντανή — нет ни живой души (где-л.);
ψυχ δε φαίνεται πουθενά — нигде не видно ни души;
οΰτε ψυχ! — ни души!;
5) бабочка, мотылёк;§ ψυχ
της παρέας (αυτής της δουλείας) — душа компании (этого дела);, αυτό βαραίνει στην ψυχή μου — это лежит у меня камнем на душе;
πιάστηκε η ψυχή μου — у меня дух захватило;
πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη — у меня душа в пятки ушла;
όσα τραβάει ( — или γουστάρει) η ψυχή σου — сколько твоей душе угодно;
μου εβγαλε την ψυχή — он мне всю душу вымотал, он меня замучил;
δεν βαστάει η ψυχή μου — это для меня невыносимо;
στο βάθος της ψυχής μου — в глубине души;
εξ όλης ψυχής — или εκ βάθους ψυχής — от всей души;
με όλη μου την ψυχή — всей душой;
τον αγαπά με όλη του την ψυχή — он его любит всей душой;
με την ψυχή μου — а) с большим удовольствием; — за милую душу (разг); — б) со всей энергией, изо всех сил;
με την ψυχή στο στόμα — ни жив ни мёртв;
ψυχή τε και σώματι — душой и телом (быть преданным кому-л.); — верой и правдой (служить кому-л.);
καλή ψυχ! — лёгкой смерти! (пожелание);
ψυχ μου! — душа моя!;
τί ψυχή θα παραδώσεις; — как тебе совесть позволяет (так поступать)?;
δες μορφή και δες ψυχή — или οία η μορφή τοιάδε και η ψυχ — человека по лицу видно;
≈ глаза — зеркало души -
27 руль
-я α.πηδάλιο, τιμόνι• οίακας, το διάκι•руль велосипеда τιμόνι του ποδηλάτου•
-трактора τιμόνι του τραχτέρ•
руль высоты πηδάλιο ύψους (στο αεροπλάνο)•
руль глубины πηδάλιο βάθους.
εκφρ.без -я и без ветрил – χωρίς τιμόνι και χωρίς πανιά (έρμαιο, χωρίς ξεκαθαρισμένο σκοπό και κατεύθυνση). -
28 ξυράω
ξυράω u. ξυρέω, welches Letztere, von Einigen nur als ion. bezeichnet, auch bei den Attikern sich findet u. nach Andern die bessere Form ist, vgl. Lob. zu Phryn. 205; scheeren, das Haupt- oder Barthaar abscheeren; ξυρεῖν τινα τὰς τρίχας, Her. 5, 35; ἵνα ξυρήσωνται τὴν κεφαλήν, N. T.; Ath. XII, 518 u. a. Sp.; ἐξυρημέναι τὰς κεφαλάς, Luc. Merc. cond. 1; sprichwörtlich ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο μὴ χαίρειν τινά, Soph. Ai. 786, eigtl. bis auf die Haut glatt wegscheeren, von der nächsten und dringendsten Gefahr, von einem ans Leben greifenden Schmerze, Suid. ἀντὶ τοῦ μέχρι βάϑους διικνεῖται; ἐξυρημένος, Ar. Thesm. 191; Her. braucht neben ξυροῠντες τῶν παιδίων τὴν κεφαλήν, 2, 65, auch das med., ξυρέονται τὰς ὀφρύας, sie scheeren sich die Augenbrauen ab, 2, 66; ξυρώμενοι Plut. de Is. et Os. 4; – ξυρεῖν λέοντα, den Löwen scheeren, sprichwörtlich von allem Gefährlichen, Plat. Rep. I, 341 c.
-
29 ἐπι-τρέχω
ἐπι-τρέχω (s. τρέχω), aor. ἐπέδραμον, selten ἐπέϑρεξα, Il. 13, 409, perf. ἐπιδεδράμηκα, p. ἐπιδέδρομα (s. unten), 1) herzu-, herbeilaufen, sowohl zur Hülfe, als zum Angriff, Il. 4, 524. 18, 527 u. öfter; ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Her. 3, 135, hastig zugreifend, begierig; ἐπιδραμὼν οὕτως εὐϑύς Plat. Legg. VII, 799 c; vgl. Dem. 27, 56. 29. 48, hastig Etwas zu erlangen suchend; φύλακας, οἷς ἐπέδραμον, διέφϑειραν, auf welche sie stießen, Thuc. 4, 32; ἐπὶ τὰ ἔξω 104. – Dah. χὠρην, χὠμας, durchstreifen u. plündern, Her. 8, 23. 32; Pol. u. a. Sp. Auch = ergreifen, befallen, ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήϑη Ap. Rh. 1, 645. So kann man auch Soph. Ant. 585 erkl., ὅταν Θρῄσσαισιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς, Schol. ἀντὶ τοῦ ἐκ βάϑους κινήσῃ τὴν ϑάλατταν, das Meeresdunkel durchstürmt. – Bei Homer unterschied Aristarch ἐπιτρέχειν und διώκειν, wo von Verfolgung die Rede ist; διώκειν heiße Jemanden verfolgen, welcher sich verfolgt weiß, ἐπιτρέχειν dagegen Jemanden, der nicht weiß, daß er verfolgt werde, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 10, 354. 359, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 127. – 2) nachlaufen, nachrollen, ἅρματα ἵπποις ἐπέτρεχον Il. 23, 504. – 3) darüber hinlaufen, streifen, ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος Il. 13, 409, sich darüber hin verbreiten, λευκὴ ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od. 6, 45; Arat. 80; κακὴ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς Od. 20, 357; auch c. dat., λεπτὸν ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος Ap. Rh. 2, 670; εἴ τί οἱ ἔρευϑος ἐπιτρέχει Arat. 834; auch = überlaufen, τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr. 3, 12; τοῖς χείλεσι τοὺς καλάμους Long. 1, 24; τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath. IV, 139 e; Sp. = sich an einem Gegenstande zeigen, ἰταμοῦ ἤϑους σημεῖα τοῖς εἴδεσι τῶν γυναικῶν ἐπιτρέχει Plut.; körperlich, μείοσι μὲν λυγκῶν ἐπιδέδρομε ῥινὸς ἐρευϑής, μείζοσι δὲ κροκόεν τε ϑεείῳ τ' εἴκελον ἄνϑος Opp. Cyn. 3, 94; τῷ δὴ μήλων ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp. Ath. I, 29 e; von der Rede, ἐπιτρέχουσα τῇ λέξει ἀῤῥυϑμία ib. V, 189 c; – τοῖς ϑήλεσι, sich begatten, Plut. sol. an. 9. – In der Rede schnell durchlaufen, kurz abhandeln, ἐπιδεδράμηται Xen. Oec. 15, 1; μικρὰ ἐπιδραμοῦμαι περὶ αὐτῶν Dem. 17, 19, περί τινος, wie Isocr.; Sp. auch λόγῳ τι, Luc.
-
30 рейка
1. (деревянная планка для крепления, перекрытия пазов) η σανίδα, το πέταυρο 2. (разновидность пиломатериала, получаемая опиловкой кромок досок) η (λεπτή) στενή σανίδα 3. (деревянный брусок с делениями для промеров) о πήχυς-μετρητής 4. (зубчатая) η οδοντωτή ράβδος/τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейка
-
31 ἐπίπεδος
ἐπίπεδ-ος, ον,A on the ground, on the ground-floor, στοαὶ ἐ., opp. ὑπερῷοι, D.H.3.68, cf. PFlor.376.7 (iii A.D.);σηκός Aret.CA2.2
.II. level, flat, Pl.Criti. 112a;χωρίον X.HG7.1.29
, etc.; οὐκ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὀρθίῳ not on a level, but.., ib.6.4.14;ἐξ ἐπιπέδου PThead. 20i3
(iv A.D.); = Lat. de plano, J.AJ19.5.3: irreg. [comp] Comp.- πεδέστερος X.HG7.4.13
.2. στεγνὰ ἐπίπεδα an accurately fitting pavement, SIG996.27 (Smyrna, i A.D.).III. in Geom., plane, superficial, opp. στερεός (solid), Pl.Phlb. 51c, Ti. 32a; ἐ. γωνία a plane angle, ib. 54e; ἡ τοῦ ἐ. πραγματεία plane geometry, Id.R. 528d; μήκους καὶ ἐ. καὶ βάθους one-, two-, and three- dimensional magnitude, Id.Lg. 817e;εἰ κῶνος τέμνοιτο ἐπιπέδῳ Democr.155
.2. of numbers, representing a surface, Plu.2.367f, Nicom.Ar.2.7; ὁ ἰσόπλευρος καὶ ἐ. ἀριθμός a square number, Pl.Tht. 148a. Adv. - δως Nicom.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπεδος
-
32 ἐπιτρέχω
ἐπι-τρέχω, (1) herzu-, herbeilaufen, sowohl zur Hilfe, als zum Angriff; ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο, hastig zugreifend, begierig; hastig etwas zu erlangen suchend; φύλακας, οἷς ἐπέδραμον, διέφϑειραν, auf welche sie stießen. Dah. χὠρην, χὠμας, durchstreifen u. plündern. Auch = ergreifen, befallen; ἀντὶ τοῦ ἐκ βάϑους κινήσῃ τὴν ϑάλατταν, das Meeresdunkel durchstürmt; διώκειν, j-n verfolgen, welcher sich verfolgt weiß, ἐπιτρέχειν, j-n, der nicht weiß, daß er verfolgt werde. (2) nachlaufen, nachrollen. (3) darüber hinlaufen, streifen, ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος, sich darüber hin verbreiten; auch = überlaufen; sich an einem Gegenstande zeigen; körperlich; von der Rede; τοῖς ϑήλεσι, sich begatten. In der Rede schnell durchlaufen, kurz abhandeln
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζωγραφική — Κάθε δισδιάστατη επιφάνεια, πάνω στην οποία ο άνθρωπος εκφράζεται σχηματίζοντας διάφορα σημεία ή παραθέτοντας χρώματα ή δημιουργώντας αντιθέσεις φωτεινών και σκοτεινών τόνων με την τεχνική της νωπογραφίας, της τέμπερας, της υδατογραφίας… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek