-
1 πρόσοδος
πρόσοδος, [dialect] Dor. [full] πόθοδος SIG1009.27 (Chalcedon, iii/ii B.C.), etc.; Arc. [full] πόσοδος IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.): ἡ:—A going or coming to, approach, Pi.N.6.45, Th.4.110; ἡ π. μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο the approach was most feasible on this part, Hdt.9.21; ἀπείπατο τὴν π. rejected his advances, Id.1.205; στυγναὶ π. μελάθρων to the halls, E. Alc. 861 (anap.);π. χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον X.An.5.2.3
;ἐτάμομες κοινὰν πόθοδον.. πὸτ τὰν οἰκίαν Tab.Heracl.2.43
.2 onset,π. ποιέεσθαι Hdt.7.223
, 9.101; πρόσοδοι τῆς μάχης onsets or attacks, Id.7.212;αἱ π. αἱ πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyn.12.3
.3 solemn procession to a temple with singing and music,π. μακάρων ἱερώταται Ar.Nu. 307
(lyr.), cf. Pax 397 (lyr.);θυσίαι καὶ π. καὶ εὐχαί Lys.6.33
;ἐπιτελέων τᾶν εὐχᾶν γενομενᾶν θυσίαν καὶ πόθοδον ποιήσασθαι SIG581.6
(Crete, iii/ii B.C.); οἱ ἐπὶ τὰς προσόδους magistrates in charge of the (commissariat of the) processions, ib.711B21 (Delph., ii B.C.), cf. IG22.1707 (iii B.C.);θεοῖς π. τε καὶ πομπὰς ποιεῖσθαι Pl.Lg. 796c
; αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς π. X.An.6.1.11, cf. D.18.86.4 approach to an assembly or council,πρόσοδον εἶναι αὐτῷ πρός τε τοὺς πρυτάνεις κτλ... πρώτῳ μετὰ τὰ ἱερὰ ὅταν τι δέηται IG12.59.17
; γράψασθαι πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν to petition for a hearing, D.24.48;π. ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.1.81
, cf. IG22.1012.12, 9(1).694.39 ([place name] Corcyra), 12(5).837.20 ([place name] Tenos); αἱ πρὸς τὴν βουλὴν αὐτῶν π. Aeschin.2.59;περὶ σωτηρίας τὴν π. ἐποιησάμην Isoc.7.1
; approach to an official, PTeb.326.11 (iii A.D.); π. ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ Mitteis Chr. 96 iii 4 (iv A.D.);τὴν π. πρὸς ὑμᾶς ποιοῦμεν BGU1022.18
(ii A.D.); οἱ στραταγοὶ πόσοδον ποέντω shall grant access (to the Three Hundred), IG5(2) l.c. (unless in signf. 11, shall provide revenue), cf. IG12.70.15.6 visit of a pupil to his master, Plu.2.1044a.7 f.l. for πρόοδος in Ph.Fr.22H.II income, rent, opp. stock or principal,πρόσοδον μὲν οὐδεμίαν ἀποφαίνων, ἀπὸ δὲ τῶν ὑπαρχόντων ἀναλίσκων Lys.32.28
, cf. 24.6, SIG251 iii 29 (Delph., iv B.C.); τοῦ ἐργαστηρίου λαβὼν τὴν π. D.27.18, cf. 21: pl.,ἰδίας ἀπὸ τῶν κοινῶν π. κατεσκευάσατο And.4.11
, cf. Aeschin.3.173: generally, returns, profits, Pl.Lg. 847a.2 public revenue,φόρων π. ἡ ἐπέτειος Hdt.3.89
;ἡ π. ἐγίνετο ἔκ τε τῆς ἠπείρου καὶ ἀπὸ τῶν μετάλλων Id.6.46
; χρημάτων π. Th.2.97, 3.13: mostly in pl., returns, revenue,ἀπὸ τούτου [τοῦ κλήρου] τὰς π. ποιήσασθαι Hdt.2.109
; τοῦ τὰς π. μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ that they might come in better, Th.1.4; τὰς π. ἀφαιρήσομεν ib.81;αἱ π. ἀπώλλυντο Id.7.28
;αἱ π. αἱ ἐξ Ἀμφιπόλεως γιγνόμεναι Isoc.5.5
;χρημάτων π. ἐκ πολλῶν μὲν λιμένων ἐκ πολλῶν δ' ἐμπορίων X.HG5.2.16
; ὑποθεῖναί τινι τὰς δημοσίας π. mortgage them, Aeschin.3.104; πόροι ἢ περὶ προσόδων, title of work by X.;ὁ πράκτωρ ὁ ἐπὶ τῶν βασιλικῶν π. τεταγμένος PPetr.3p.56
(iii B.C.); ἡ ἐν προσόδῳ τῶν τέκνων τοῦ βασιλέως [γῆ] land providing revenue for the king's children, ib.p.237 (iii B.C.);ἐν προσόδῳ PTeb.87.1
(ii B.C.); κεχωρισμένη π. ib.60.56, al. (ii B.C.);τῶν ὄντων ἐν τῇ τῆς Ἁθερνεβενταίγεως προσόδῳ ἀρουρῶν PGiss. 37 ii 3
, cf. 14 (ii B.C.); ὡς αἱ π. according to the financial calendar, PEnteux.30.2, al. (iii B.C.), PPetr.3p.8, al. (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσοδος
-
2 θύρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θύρωσις
-
3 ἅλινος
A of salt,χόνδροι Hdt.4.185
; τοῖχοι ibid.;οἰκίαι Str. 16.3.3
. [full] ἄλῐνος, ον, ([etym.] λίνον) without net, ἄ. θήρα game not caught with net, AP9.244 (Apollonid.). [full] ἄλινσις, εως, ἡ, = ἄλειψις, τοῦ ἐργαστηρίου IG4.1484.39 (Epid.). [full] ἅλιντος· ἅμιλλα, Hsch. [full] ἀλίνω, ( ἀλέω A) = λεπτύνω, pound, S.Fr. 995. -
4 ἀλίνειν
Grammatical information: v.Meaning: (cod. - νεῖν) ἀλείφειν H. ἀλῖναι ἐπαλεῖψαι H. ἰν-αλαλισμένα `engraved' (Cyprus). καταλῖναι. καταλεῖψαι H. is now confirmed by an inscr. from Selinous, RPh 69, 1995, 128, l. 16.Derivatives: Verbal noun ἄλινσις τοῠ ἐργαστηρίου (Epid.).Etymology: ἀλίνω prob. \< *ἀλιν-ι̯ω will be cognate with Lat. lĭno `besmear, rub', orig. an n-present (perf. lēvi)?; root ἀλι- \< * h₂li-. One would like to reconstruct * h₂li-n-H-, but Lat. litus has short i (after linō? LIV 247f.). The same root as in ἀλείφω.Page in Frisk: 1,73Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλίνειν
-
5 κάθημαι
Aκάτ- Hdt.3.134
) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos. vi4, , Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, ([etym.] προ-) Them.Or.13.171a codd.; [ per.] 3sg. , Pl.Ap. 35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.κατέαται Hdt.2.86
; imper.κάθησο Il.2.191
, E.IA 627; , Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; [ per.] 3sg. ; [ per.] 3pl.καθήσθωσαν IG9(2).1109.38
(Thess.); subj.καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277
, ; opt., prob.in Id.Lys. 149; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος: [tense] impf., D.48.31, etc.,ἐκάθητο h.Bacch.14
, Ar.Av. 510, Th.5.6, , ἐκάθηντο, [dialect] Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569
, E.Ba. 1102, Ph. 1467, Pl.R. 328c, Is.6.19,καθῆτο D.18.169
,217; [dialect] Ion.κατῆστο Hdt.1.46
,καθῆσθε D. 25.21
(with vv. ll.), , v.l. in Th.5.58; [dialect] Ep.καθήατο Il.11.76
; [dialect] Ion.κατέατο Hdt.3.144
, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later [tense] fut. , Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr. 960:—to be seated, sit, ;κάθησ' ἑδραία E.Andr. 266
: freq. in part.,πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407
; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82;κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207
; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530;ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu. 466
; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420;καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant. 411
; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El. 315;κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel. 1084
;πρὸς τὸ πῦρ Ar.V. 773
;ἐπὶ δίφρου Pl.R. 328c
;ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54
;ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28
;ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27
: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394.2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.;δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu. 208
; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85;οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap. 35c
;κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25
; of the βουλή, And.1.43;βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116
; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29.3 sit still, sit quiet,ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264
; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76;ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46
; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.);οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17
, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped,περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20
, cf. 101; .4 reside in a place, LXXNe.11.6;λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16
; settle,εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H.
5 lead a sedentary, obscure life,ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83
;ἔσω καθημένη A.Ch. 919
; αἱ βαναυσικαὶ [ τέχναι]ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2
; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business,ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86
; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33;ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67
;ἐπὶ τοῦ.. ἰατρείου Aeschin.1.40
; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H.7 of districts and countries, lie,Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7
.b to be low-lying,τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1
, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον.. κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367.8 of a statue, to be placed, Pl.Smp. 215b, Arist.Pol. 1315b21.9 of things, to be set or placed,λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32
, cf. Pherecr.108.17;τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech. 851a4
, cf. ib.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθημαι
См. также в других словарях:
Αμάσιος, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο εννοείται σπουδαίος αγγειογράφος. Είναι άγνωστο πού και πότε γεννήθηκε, έζησε πάντως στην Αττική και ζωγράφιζε αγγεία που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Αμάσιος. Ζωγράφισε αμφορείς… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek
Ιγκλ, Χάρι — (Harry Eagle, Βαλτιμόρη 1906 – 2002). Αμερικανός βιολόγος και γιατρός. Το 1923 αποφοίτησε από τη σχολή βιολογίας του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς. Το 1927 έλαβε από το ίδιο πανεπιστήμιο το πτυχίο της ιατρικής σε ηλικία μόλις 21 ετών. Παρέμεινε… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
Λεμπέσης, Πολυχρόνης — (Σαλαμίνα 1848 – Αθήνα 1913). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και συμπλήρωσε την εκπαίδευσή του στην Ακαδημία του Μονάχου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έζησε και εργάστηκε κυρίως στη Σαλαμίνα και στον Πειραιά. Παρά την καλλιτεχνική αξία… … Dictionary of Greek
Λόρενς, Έρνεστ — (Ernest Lawrence, Κάντον, Νότια Ντακότα 1901 – 1958). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Το 1922 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Νότιας Ντακότα με πτυχίο χημικού, ενώ τον επόμενο χρόνο έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο από το πανεπιστήμιο της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Καστοριάς — Το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1989 και βρίσκεται στην κορυφή του λόφου της βυζαντινής ακρόπολης της πόλης, στην πλατεία Δεξαμενής. Από τους πολυάριθμους ναούς που σώζονται στην πόλη, στο μουσείο εκτίθεται ένα… … Dictionary of Greek
Σίμποργκ, Γκλεν Θήοντορ — (Seaborg). Αμερικανός χημικός (Ισπέμινγκ, Μίσιγκαν 1912). Διπλωματούχος το 1936 του πανεπιστήμιου της Καλιφόρνιας, ασχολήθηκε με τη μελέτη των βαρέων στοιχείων, των σωματίων που αποτελούν το άτομο, και με τις αντιδράσεις που συμβαίνουν στις… … Dictionary of Greek
Καρούμπαλος, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1928 –). Ηλεκτρονικός φυσικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στο τμήμα φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στην ηλεκτρονική στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτορας (1964) και στο τμήμα διαστημικής… … Dictionary of Greek