-
1 κατ-ερέφω
κατ-ερέφω, bedachen, bedecken; τὰς σκηνὰς κλήμασιν Plut. Caes. 9; ἀλλήλους τοῖς ϑυρεοῖς Anton. 49. – Med. sich bedecken; aor. bei Ar. Vesp. 1254; κεράμῳ κατερέψεται ἑρκίον ἀνήρ Ap. Rh. 2, 1074.
См. также в других словарях:
περιαρμόζω — Α 1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.) 2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές 3. μέσ. περιαρμόζομαι φορώ 4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῡτο… … Dictionary of Greek