-
1 πλάσσω
πλάσσω, attisch - ττω, bilden, formen, gestalten, bes. aus weichen Massen, wie Erde, Thon, Wachs; ἐκ γαίης, Hes. O. 70; τίνος πλάσαντος ϑεῶν; Eur. Hel. 591; u. in Prosa überall: πάντα σχήματα ἐκ χρυσοῦ πλάσας, Plat. Tim. 50 a; πεπλάσϑω, Rep. IX, 588 d; κήρινα μιμ ήματα πεπλασμένα, Legg. X, 933 b; οἱ πλάττοντες τοὺς πηλίνους, Dem. 4, 26; auch πλάττομεν οὔτε ἰδόντες, οὔϑ' ἱκανῶς νοήσαντες ϑεόν, bilden, vorstellen, Plat. Phaedr. 246 c; τὴν εὐδαίμονα πόλιν, Rep. IV, 420 c, und πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύϑοις πολὺ μᾶλλον ἢ τὰ σώματα ταῖς χερσίν, ib. 377 c; dah. mit παιδεύειν verbunden, Legg. II, 671 e. – Uebertr., im Ggstz des Natürlichen u. Wahren, erdichten, erheucheln, vorgeben; ὅδ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος, Aesch. Prom. 1032; λόγους ψιϑυροὺς πλάσσων, Soph. Ai. 148; μὴ πλασϑέντα μ ῠϑον, ἀλλ' ἀληϑινὸν λόγον, Plat. Tim. 26 e; Rep. II, 377 b; ἐκ τούτου πλάσας τὴν διαβολήν, Plut. Cat. min. 63; – auch im med., πλάσασϑαι ψευδῆ, zu eigenem Vortheile, Xen. An. 2, 6, 26; u. bei Thue. 6. 58 = sich verstellen; vgl. Dem. 45, 68; auch τὸν τρόπον τὸν ἑαυτοῦ, seinen Charakter verstellen, verhehlen. – Vom Vortrage des Redners od. Sängers, sich künstlicher Modulationen bedienen, Plut. Dem. 7. – Vgl. πλάσμα.
См. также в других словарях:
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
Αμάσιος, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο εννοείται σπουδαίος αγγειογράφος. Είναι άγνωστο πού και πότε γεννήθηκε, έζησε πάντως στην Αττική και ζωγράφιζε αγγεία που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Αμάσιος. Ζωγράφισε αμφορείς… … Dictionary of Greek
Λαγκάς — Αρχαία πόλη της Σουμερίας (στο σημερινό Ιράκ). Το 1877 οι Γάλλοι αρχαιολόγοι Ντε Ζαρζέκ, Κρις, Ντε Ζενουγιάκ και Παρό διεξήγαγαν ανασκαφές στην περιοχή, όπου διαπιστώθηκε ότι η εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων χρονολογείται στα τέλη της 5ης… … Dictionary of Greek