-
1 Idle
adj.P. and V. ἀργός (Eur., El. 80), ῥᾴθυμος, P. ἄπονος.He made no idle boast: V. οὐχ ἡλίωσε τοὔπος (Soph., Trach. 258).Idle talk, babble: Ar. and P. λῆρος, ὁ, φλυαρία, ἡ, P. ληρήματα, τά.Boast: P. κουφολογία, ἡ (Thuc.), V. κόμπος, ὁ, Ar. and V. κομπάσματα, τά.——————v. intrans.Sit idle: P. and V. καθῆσθαι.Let one's hand be idle: V. καταργεῖν χέρα (Eur., Phoen. 753).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Idle
См. также в других словарях:
τούπος — Α κράση αντί τὸ ἔπος … Dictionary of Greek
τοὔπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὖπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
οθούνεκα — ὁθούνεκα και ὁθούνεκεν (Α) 1. επειδή, διότι («ζηλῶ σ ὁθούνεκα ἐκτὸς αἰτίας κυρεῑς», Αισχύλ.) 2. (ειδ. σύνδ.) ότι («ἄγγελε... ὁθούνεκα τέθνηκ Ὀρέστης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου ἕνεκα / ἕνεκεν με κράση (πρβλ. τὸ ἔπος> τοὖπος) και τροπή τού τ σε … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek