-
1 τουστρείου
-
2 τοὐστρείου
См. также в других словарях:
τοὐστρείου — ὀστρείου , ὄστρειον neut gen sg ὀστρείου , ὄστρεον oyster neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τουστρείου
2 τοὐστρείου
τοὐστρείου — ὀστρείου , ὄστρειον neut gen sg ὀστρείου , ὄστρεον oyster neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)