-
1 ὀρροπύγιον
ὀρροπύγιον [pron. full] [ῡ], [dialect] Ion. [full] ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: ([etym.] ὄρρος):—Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρροπύγιον
См. также в других словарях:
Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… … Dictionary of Greek