Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τουφεκίζω

  • 1 τουφεκίζω

    μετ.
    1) расстреливать; 2) стрелять (в когочто-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τουφεκίζω

  • 2 τουφεκίζω

    [туфэкизо] р. расстреливать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τουφεκίζω

  • 3 τουφεκίζω

    [туфэкизо] ρ расстреливать.

    Эллино-русский словарь > τουφεκίζω

  • 4 τουφεκίζω

    kurşuna dizmek

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > τουφεκίζω

  • 5 τουφεκίζω

    fusiller

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > τουφεκίζω

  • 6 fusiller

    τουφεκίζω

    Dictionnaire Français-Grec > fusiller

  • 7 застрелить

    застрелить τουφεκίζω, πυ ροβολώ με τουφέκι
    * * *
    τουφεκίζω, πυροβολώ με τουφέκι

    Русско-греческий словарь > застрелить

  • 8 расстреливать

    расстреливать, расстрелять τουφεκίζω, εκτελώ
    * * *
    = расстрелять
    τουφεκίζω, εκτελώ

    Русско-греческий словарь > расстреливать

  • 9 стрелять

    ρ.δ.
    1. πυροβολώ, τουφεκίζω, ρίχνω, βάλλω•

    стрелять из винтовки πυροβολώ με το τουφέκι, τουφεκίζω•

    стрелять из пушек κανονιοβολώ•

    он хорошо -ет αυτός ρίχνει καλά.

    2. μ. σκοτώνω, φονεύω (με πυροβόλο όπλο).
    3. μτφ. σκάζω, κροτώ, χτυπώ•

    в печке -ют дрова στη θερμάστρα σκάζουν τα ξύλα•

    мотор -ет το μοτέρ κρότεί (χτυπά).

    4. (απρόσ.) μου περνά οξύς (σουβλερός) πόνος.
    5. (απλ.) προσλιπαρώ•

    стрелять деньги προσλιπαρώ χρήματα.

    εκφρ.
    стрелять глазами – ρίχνω γρήγορες ματιές, κοιτάζωστα πεταχτά.
    1. αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο.
    2. παλ. μονομαχώ με πιστόλι.
    3. πυροβολούμαι, τουφεκίζομαι.
    4. φονεύομαι, σκοτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стрелять

  • 10 трахнуть

    ρ.σ.
    1. κροτώ, βροντώ• μπουμπουνίζω•

    далеко -ул выстрел μακριά βρόντηξε ντουφέκια•

    трахнуть из ружья τουφεκίζω, πυροβολώ.

    || τουφεκίζω, πυροβολώ.
    2. μ. χτυπώ δυνατά•, трахнуть кулаком по столу χτυπώ δυνατά τη γροθιά στο τραπέζι.
    3. (απλ.) κινώ απότομα, γρήγορα• τραβώ•

    трахнуть за галстук τραβώ από τη γραβάτα•

    -ем туда πάμε γρήγορα προς τα κει.

    1. πέφτω με δυνατό κρότο, γδουπώ.
    2. χτυπώ, προσκρούω σε κάτι•

    трахнуть головой о перекладину χτυπώ το κεφάλι στο οριζόντιο δοκάρι.

    Большой русско-греческий словарь > трахнуть

  • 11 обстреливать

    обстреливать
    несов, обстрелять сов πυροβολώ, βάζω πυρά / κανονιοβολώ (из орудий)/ τουφεκίζω (из ружья)/ πολυ-βολώ, μυδραλλιοβολώ (из пулемета).

    Русско-новогреческий словарь > обстреливать

  • 12 пристреливать

    пристреливать I
    несов (убивать) πυροβολώ, τουφεκίζω, σκοτώνω μέ πυροβολισμό.
    пристреливать II
    несов воен. κανονίζω τήν βολή.

    Русско-новогреческий словарь > пристреливать

  • 13 расстреливать

    расстреливать
    несов, расстрелять сов
    1. τουφεκίζω/ ἐκτελώ μέ τουφεκισμό (казнить):
    \расстреливать из пулемета πολυβολώ, βάλλω μέ πολυβόλο·
    2. (патроны и т. ἡ.) ξοδεύω, καταναλίσκω.

    Русско-новогреческий словарь > расстреливать

  • 14 расход

    расход
    м
    1. τό ἔξοδο[ν], ἡ δαπάνη:
    текущие \расходы τά καθημερινά ἔξοδα· карманные \расходы τό χαρτζιλίκι· день-Έ на мелкие \расходы χρήματα προορισμένα γιά τά μικρά ἔξοδα· дорожные \расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· транспортные \расходы τά μεταφορικά· накладные \расходы τά γενικά ἔξοδα· военные \расходы ὁΐ στρατιωτικές δαπάνες· непредвиденные \расходы τά ἀπρόοπτα ἔξοδα· нести́ \расходы ὑποβάλλομαι σέ ἔξοδα· покрывать \расходы καλύπτω τά ἔξοδα·
    2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις], τό ξόδε-μα:
    \расход электроэнергии ἡ κατανάλωση ἡλεκτρικής ἐνεργείας· \расход боеприпасов ἡ κατανάλωση πυρομαχικών
    3. бухг. τό ἔξοδο[ν]:
    приход и \расход ἔσοδα καί ἐξοδα, τό δοῦναι καί λαβείν ◊ пустить н \расход τουφεκίζω, ἐκτελώ.

    Русско-новогреческий словарь > расход

  • 15 ντούς

    το ακλ. холодный душ;

    κάνω ντούς — принимать холодный душ [ν]τουφέκι τό — ружьё, винтовка [ν]τουφεκιά η — выстрел из ружья [ν]τουφεκίδι τό — стрельба из ружья [ν]τουφεκίζω μετ. — стрелять, убивать, расстреливать из ружья, винтовки [ν]τουφέκισμ||α τό, ντούςος ο — расстрел;

    καταδικάζω σε ντούςο — приговорить к расстрелу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ντούς

  • 16 τουφεκώ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τουφεκώ

  • 17 τυφεκίζω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τυφεκίζω

  • 18 расстреливать

    [ρασστιέλιβατ"] ρ. τουφεκίζω, εκτελώ

    Русско-греческий новый словарь > расстреливать

  • 19 расстреливать

    [ρασστιέλιβατ"] ρ τουφεκίζω, εκτελώ

    Русско-эллинский словарь > расстреливать

  • 20 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

См. также в других словарях:

  • τουφεκίζω — → δες ντουφεκίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τουφεκίζω — και ντουφεκίζω τουφέκισα, τουφεκίστηκα, τουφεκισμένος 1. πυροβολώ με τουφέκι: Τον τουφέκισε σε καρτέρι. 2. εκτελώ τη θανατική ποινή κάποιου: Ο κατάδικος τουφεκίστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουφεκίζω — και ντουφεκίζω και τυφεκίζω Ν [τουφέκι] 1. πυροβολώ με τουφέκι 2. εκτελώ κάποιον με τυφεκισμό …   Dictionary of Greek

  • ντουφεκίζω — βλ. τουφεκίζω …   Dictionary of Greek

  • τουφέκισμα — και ντουφέκισμα, το, Ν [τουφεκίζω/ ντουφεκίζω] ο τουφεκισμός …   Dictionary of Greek

  • τουφεκίστρα — η, Ν άνοιγμα σε τοίχο οχυρώματος ή φρουρίου για να πυροβολούν με ασφάλεια οι αμυνόμενοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφεκίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρ ίστρα)] …   Dictionary of Greek

  • τουφεκισμός — και ντουφεκισμός και τύφεκισμός, ο, Ν 1. η βολή σφαίρας από τουφέκι 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με ομαδικούς πυροβολισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφεκίζω / ντουφεκίζω / τυφεκίζω. Ο τ. τυφεκισμός μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω.… …   Dictionary of Greek

  • τυφεκίζω — Ν βλ. τουφεκίζω …   Dictionary of Greek

  • τουφεκώ — και ντουφεκώ τουφεκίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφεκίζω — βλ. τουφεκίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»