-
1 τουτωι
См. также в других словарях:
τουτωί — οὗτος this neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουτῳί — οὗτος this masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τούτωι — τούτῳ , οὗτος this masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
επαποδύω — ἐπαποδύω (Α) 1. γδύνω κάποιον για να αγωνιστεί εναντίον κάποιου άλλου 2. ορίζω, τοποθετώ κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου 2. μέσ. ἐπαποδυομαι α) αναλαμβάνω, επιχειρώ, ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ ἄνδρες, τουτωὶ τῷ πράγματι», Αριστος).) β)… … Dictionary of Greek