-
1 τουτοδι
См. также в других словарях:
τουτοδί — Α (αντων.) τοῦτο δί, αυτό που σάς δείχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε* (Ι) + επιτ. ί*] … Dictionary of Greek
1 τουτοδι
τουτοδί — Α (αντων.) τοῦτο δί, αυτό που σάς δείχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε* (Ι) + επιτ. ί*] … Dictionary of Greek