Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τουρκική

См. также в других словарях:

  • Αϊνεμπαχτή — Τουρκική ονομασία της Ναυπάκτου, που σημαίνει τύχη του καθρέφτη. Η λέξη είναι προϊόν παραφθοράς της ελληνικής ονομασίας της πόλης. Χαρακτηριστικό της σύγχυσης που επικρατούσε επί τουρκοκρατίας στην ονοματολογία των ελληνικών πόλεων είναι το… …   Dictionary of Greek

  • βεζίρης — Τουρκική λέξη αραβικής προέλευσης. Στην αρχή σήμαινε αχθοφόρος (χαμάλης). Μετά όμως επικράτησε να χρησιμοποιείται με την έννοια του ανθρώπου που σηκώνει το βάρος των υποθέσεων του κράτους. Οι δύο ή τρεις στενότεροι συνεργάτες του σουλτάνου… …   Dictionary of Greek

  • ραγιάς — Τούρκικη λέξη που προέρχεται από αντίστοιχη αραβική που σημαίνει κοπάδι. Ονομασία που είχαν δώσει οι Τούρκοι στους υποταγμένους λαούς. Η λέξη είχε υποτιμητικό χαρακτήρα. Ο ρ. είχε ελάχιστα δικαιώματα και ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει κεφαλικό… …   Dictionary of Greek

  • χαρέμι — Τουρκική λέξη, που δηλώνει τον μωαμεθανικό γυναικωνίτη, τον ιδιαίτερο δηλαδή τόπο διαμονής των γυναικών και, συνεκδοχικά, το σύνολο των συζύγων ενός μουσουλμάνου. Η συνήθεια του περιορισμού των γυναικών μέσα σε χωριστό διαμέρισμα, από όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αϊβαλί — Τουρκική ονομασία της πόλης Κυδωνίες της Μικράς Ασίας (βλ. λ. Κυδωνίες) …   Dictionary of Greek

  • Δεδέ Αγάτς — Τουρκική ονομασία της Αλεξανδρούπολης (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Ιζμίρ — Τουρκική ονομασία της πόλης της Σμύρνης (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Πετσενέγοι ή Πατζινάκες — Τουρκική φυλή. Οι Π. κατοικούσαν στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και στους πρώτους αιώνες μ.Χ. ξεχύθηκαν μαζί με τους Ούννους στα Δ, πλημμυρίζοντας τη δυτική Ασία και τη νότια Ρωσία. Τον 5o αι. απείλησαν να κατακλύσουν ολόκληρη την Ευρώπη. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • σαντζάκι — Τουρκική λέξη, που σημαίνει σημαία. Έτσι ονομάστηκαν οι δύο μοναδικές διοικητικές μονάδες του τότε Οθωμανικού κράτους, επί Σουλτάνου Ορχάν, δεύτερου χρονολογικά σουλτάνου του κράτους. Καθώς όμως το κράτος μεγάλωνε σε έκταση, αυξανόταν και ο… …   Dictionary of Greek

  • Χάζαροι — Τουρκική φυλή εγκατεστημένη Δ του Καυκάσου και στη χερσόνησο της Κριμαίας. Οι X. είναι μια περίπτωση γειτονικού λαού του Βυζαντίου με τον οποίο η αυτοκρατορική διπλωματία κατόρθωσε να διατηρεί φιλικές σχέσεις, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»