-
1 τοτηνικαύτα
-
2 τοτηνικαῦτα
-
3 το-τηνίκα
το-τηνίκα, adv., = τηνίκα, Soph. O. C. 440; eben so τοτηνικάδε, = τηνικάδε, u. τοτηνικαῦτα, = τηνικαῦτα, Lob. Phryn. p. 50.
См. также в других словарях:
τοτηνικαύτα — ΜΑ [τηνικαῡτα] επίρρ. τότε ακριβώς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή … Dictionary of Greek
τοτηνικαῦτα — τοτελευταῖον indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)