Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τοσσάκι

См. также в других словарях:

  • τοσσάκι — Α επίρρ. βλ. τοσάκις …   Dictionary of Greek

  • τοσσάκι — τοσάκις epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσσάχ' — τοσσάκι , τοσάκις epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσάκις — ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις/ ακι (πρβλ. πεντ άκις / πεντ άκι), βλ. και λ. κις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»