-
61 τοσαύτα
-
62 τοσαῦτα
-
63 τοσαύται
-
64 τοσαῦται
-
65 τοσαύται
τοσαύτᾱͅ, τοσοῦτοςso large: fem dat sg (doric aeolic) -
66 τοσαύτηι
τοσαύτῃ, τοσοῦτοςso large: fem dat sg (attic epic ionic) -
67 τοσαύτησι
-
68 τοσαύτῃσι
-
69 τοσούτα
-
70 τοσοῦτα
-
71 τοσούτο
-
72 τοσοῦτο
-
73 τοσούτοι
-
74 τοσοῦτοι
-
75 τοσούτον
-
76 τοσοῦτον
-
77 τοσσαύτ'
-
78 τοσσαῦτ'
-
79 τοσσαύται
-
80 τοσσαῦται
См. также в других словарях:
τοσοῦτος — so large masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… … Dictionary of Greek
τοσούτω — τοσοῦτος so large neut nom/voc/acc dual τοσοῦτος so large masc nom/voc/acc dual τοσοῦτος so large neut gen sg (doric aeolic) τοσοῦτος so large masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσούτοις — τοσοῦτος so large neut dat pl τοσοῦτος so large masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσούτου — τοσοῦτος so large neut gen sg τοσοῦτος so large masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσούτων — τοσοῦτος so large neut gen pl τοσοῦτος so large masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσούτῳ — τοσοῦτος so large neut dat sg τοσοῦτος so large masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαυτασί — τοσοῦτος so large fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαῦτα — τοσοῦτος so large neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαῦται — τοσοῦτος so large fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαύταις — τοσοῦτος so large fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)