-
1 τορνευτός
τορνευτός, adj. verb., gedreht, gedrechselt.
-
2 τορνευτος
-
3 τορνευτός
τορνευτός, gedreht, gedrechselt -
4 τορνευτός
η, ό[ν]1) обточенный, обработанный на токарном станке; 2) перен. отшлифованный, отточенный (о стиле и т. п.); 3) перен. точёный (о фигуре и т. п.) -
5 τορνευτός
[торнэфтос] Ш. точеный. -
6 τορνευτός
A turned on a lathe,ποτήρια Men.977
, cf. PLond.2.402v.31 (ii B. C.), Sch.Od. 1.440: written [full] τορυνευτός, Arch.Pap.1.64 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορνευτός
-
7 τορνευτός
tornalanmış, tornada işlenmiş -
8 εὐ-τόρνευτος
εὐ-τόρνευτος, gut gedrechselt, gerundet, λάγυνος Ep. ad. 77 (V, 135).
-
9 ἀ-τόρνευτος
ἀ-τόρνευτος, nicht rund gedreht, Sp.
-
10 ευτορνευτος
-
11 τορνευτολυρασπιδοπηγος
ὅ [τορνευτός + λύρα + ἀσπίς + πήγνυμι] шутл. лирощитодел, т.е. мастер, изготовляющий лиры и щиты Arph. -
12 τορονευτός
A = τορνευτός, Edict.Diocl.15.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορονευτός
-
13 τορυνευτός
A v. τορνευτός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορυνευτός
-
14 χρυσοτόρευτος
χρῡσο-τόρευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοτόρευτος
-
15 ἀτόρνευτος
-
16 εὐτόρνευτος
εὐ-τόρνευτος, gut gedrechselt, gerundet
См. также в других словарях:
τορνευτός — ή, ό / τορνευτός, ή, όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, ή, όν, Α [τορνεύω] επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.) νεοελλ. αυτός που έχει ωραίες γραμμές και… … Dictionary of Greek
τορνευτός — ή, ό 1. αυτός που είναι επεξεργασμένος με τόρνο: Τορνευτό καρεκλοπόδαρο. 2. μτφ., πλαστικός, καλλίγραμμος: Τορνευτές γάμπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορονευτός — ή, όν, Α τορνευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τορνευτός (για τη μορφή βλ. λ. τορόνος)] … Dictionary of Greek
γλυπτός — ή, ό (AM γλυπτός, ή, όν) [γλύφω] 1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός 2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής μσν. τορνευτός, καλοφτιαγμένος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά τα λατομεία … Dictionary of Greek
ευτόρνευτος — η, ο (Α εὐτόρνευτος, ον) 1. αυτός που είναι καλά τορνευμένος, ο καλά στρογγυλεμένος 2. αυτός που τορνεύεται εύκολα, ο ευκολοτόρνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τορνευτός (< τορνεύω < τόρνος)] … Dictionary of Greek
εύτορνος — η, ο (Α εὔτορνος, ον) αυτός που είναι καλά τορνευμένος, καλά στρογγυλεμένος, ο τορνευτός αρχ. (για ξύλο) αυτό που στρογγυλεύεται εύκολα, το ευκολοτόρνευτο, το ευστρογγύλωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόρνος] … Dictionary of Greek
μαρμαροτόρνευτος — μαρμαροτόρνευτος, η, ον (Μ) αυτός που είναι κατασκευασμένος από τορνεμένο μάρμαρο, μαρμαροπελεκημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + τορνευτός (< τορνεύω)] … Dictionary of Greek
τορνωτός — ή, όν, Α [τορνῶ, οῡμαι] τορνευτός, στρογγυλεμένος με τόρνο … Dictionary of Greek
τορυνευτός — ή, όν, Α βλ. τορνευτός … Dictionary of Greek