-
1 τορευτικός
τορευτικός, zum τορευτής oder zur Verfertigung erhabener Arbeit, zum Bildschnitzen, Graviren gehörig, geschickt darin, ἡ τορευτική, sc. τέχνη, die Kunst, solche Arbeit zu verfertigen, Sp.
-
2 τορευτικός
τορευτικός, zum τορευτής oder zur Verfertigung erhabener Arbeit, zum Bildschnitzen, Gravieren gehörig, geschickt darin; ἡ τορευτική, sc. τέχνη, die Kunst, solche Arbeit zu verfertigen
См. также в других словарях:
τορευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορευτικός — ή, ό / τορευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τορεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τορευτική … Dictionary of Greek
τορευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με την τόρευση ή τον τορευτή (βλ. λλ.): Τορευτική δημιουργία. 2. το θηλ. ως ουσ., τορευτική, η η τέχνη της καλλιτεχνικής επεξεργασίας ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κτλ. με σμίλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορευτική — τορευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορευτικήν — τορευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)