-
1 τοπο-γραμματεύς
τοπο-γραμματεύς, ὁ, der Ortsschreiber, eine ägyptische Obrigkeit, Inscr. bei Böckh über eine ägyptische Urkunde auf Papyrus p. 18.
-
2 τοπογραμματεύς
τοπο-γραμματεύς, ὁ, der Ortsschreiber, eine ägyptische Obrigkeit
См. также в других словарях:
κωμογραμματεύς — κωμογραμματεύς, έως, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος τού κωμάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερο γραμματεύς, τοπο γραμματεύς)] … Dictionary of Greek