-
1 τοποθετώ
(ε) μετ.1) ставить; класть; помещать, размещать, располагать, дислоцировать (воен.); устанавливать, расставлять;τοποθετώ σκοπούς — расставлять часовых;
2) назначать (на работу, на должность и т. п.); определять (на работу); расставлять (кадры);τοποθετώ στην υπηρεσία — определять на службу;
3) помещать, вкладывать (капитал) -
2 τοποθετώ
[топотэто] ρ. помещать, размещать, ставить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τοποθετώ
-
3 τοποθετώ
[топотэто] ρ помещать, размещать, ставить. -
4 τοποθετώ
1) affecter2) établir -
5 τοποθετώ
ustawiać czas. -
6 τοποθετώ
1) položit2) postavit3) sestavit4) stanovit5) stavět6) určit7) určovat8) usadit9) zařídit10) zavést -
7 τοποθετώ
1) install2) place3) position4) put5) setΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τοποθετώ
-
8 sestavit
τοποθετώ -
9 určovat
τοποθετώ -
10 usadit
τοποθετώ -
11 замётывать невод
τοποθετώ/ρίχνω το δίχτυ (στη θάλασσα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замётывать невод
-
12 засолить
τοποθετώ σε άλμη, κάνω τουρσί, παστώνω- рыбу παστώνω τα ψάρια (πλ.).засолка 1. см. засол2. (шкур) το αλάτισμα τομαριών (των ζώων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засолить
-
13 заспиртовывать
τοποθετώ/διατηρω/βάζω στο οινόπνευμαπροφυλάσσω στο οινόπνευμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заспиртовывать
-
14 компановать
τοποθετώ, συνθέτω, συναρμολογώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компановать
-
15 остеклять
τοποθετώ τους υαλοπίνα-κες/τα τζάμια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > остеклять
-
16 проспиртовать
τοποθετώ/βάζω σε οινόπνευμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проспиртовать
-
17 размещать
τοποθετώ, εγκαθιστώ, διανέμω, τακτοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размещать
-
18 проложить
1. см. прокладывать 2. (положить вдоль, протянуть) τοποθετώ, (επ)εκτείνω, απλώνω 3. (провести, устроить, образовать) τοποθετώ, φτιάχνω 4. (нанести на карту) σημειώνω/χαράσσω (π.χ. την πορεία στον χάρτη) 5. (положить что-л. между предметами, слоями) τοποθετώ ανάμεσα/ενδιάμεσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проложить
-
19 укладывать
1. (прокладывать, устанавливать) τοποθετώ, βάζω, θέτω, στρώνω 2. (упаковывать) συσκευάζω 3. (придавать лежачее положение) ξαπλώνω, βάζω κάτω 4. (в определённом порядке)τοποθετώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укладывать
-
20 цилиндр
ο κύλινδρ/ος· *втулка - а το χιτώνιοη λαΐναнапр. в водяную рубашку τοποθετώ τον - ο σε χιτώνιο ύδατοςрасполагать - ы в ряд τοποθετώ τους - ους εν σειρά/σε σειράгидравлический - привода пресса с.-х. υδραυλικός - κίνησης πρέσαςкруговой - мат. κυκλικός ---печатный (по-лигр.) - εκτύπωσηςпрессующий мет. - συμπίεσης/πρεσαρίσματος- с водяной рубашкой (авто мех.) - με χιτώνιο ύδατοςтормозной - φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цилиндр
См. также в других словарях:
τοποθετώ — τοποθετώ, τοποθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τοποθετώ — έω, ΝΑ νεοελλ. 1. βάζω σε ορισμένη θέση («τοποθέτησα τη γλάστρα στο μπαλκόνι») 2. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω σε ορισμένη θέση («τόν τοποθέτησαν στο Υπουργείο Εξωτερικών») 3. (σχετικά με κεφάλαιο) κάνω τοποθέτηση αρχ. προσδιορίζω τη θέση ενός… … Dictionary of Greek
τοποθετώ — τοποθέτησα, τοποθετήθηκα, τοποθετημένος 1. βάζω κάτι στην κατάλληλη θέση: Τοποθέτησα τα βιβλία μου. 2. καθορίζω την υπηρεσία όπου θα υπηρετήσει υπάλληλος, αξιωματικός κτλ.: Τοποθετήθηκε στο Β Λύκειο Αρρένων. 3. διαθέτω χρήματα για κέρδος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρελιάζω — τοποθετώ (μούστο, τυρί κ.λπ.) μέσα σε βαρέλι … Dictionary of Greek
δερματιάζω — τοποθετώ (κυρίως) τυρί μέσα σε δερμάτινο ασκί για διατήρηση ή μεταφορά … Dictionary of Greek
εμπυρευματίζω — τοποθετώ εμπύρευμα, π.χ. καψούλι σε όπλο, εφοδιάζω με εμπύρευμα … Dictionary of Greek
ενθηκεύω — τοποθετώ μέσα σε θήκη, περικλείω, περιβάλλω με θήκη … Dictionary of Greek
επιτεγίζω — τοποθετώ τις επιτεγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεγίζω (< τέγος «στέγη»)] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφωτίζω — τοποθετώ μηχανήματα και δίκτυο για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με σκοπό τον φωτισμό μιας περιοχής ή ενός χώρου, φωτίζω με ηλεκτρικό φως («ηλεκτροφωτίστηκε το χωριό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
μοστράρω — τοποθετώ, εκθέτω κάτι στη μόστρα, στη βιτρίνα, παρουσιάζω κάτι σε επίδειξη, επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostrare < λατ. monstrare «δείχνω»] … Dictionary of Greek
ξεπατηκώνω — τοποθετώ πάνω σε σχέδιο διαφανές φύλλο χαρτιού και τό αντιγράφω με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πατηκώνω] … Dictionary of Greek