-
1 τοποθέτηση
[-ις (-εως)] η1) помещение; размещение; расположение; дислокация (воен.); установка; расстановка;τοποθέτηση ναρκών — воен, постановка мин;
τοποθέτηση καλωδίου — прокладка кабеля;
2) назначение (на работу, на должность и т. п.); определение (на работу); расстановка (кадров);3) помещение, вложение (капитала); 4) перен. позиция;§ η τοποθέτηση τού ζητήματος — постановка вопроса
-
2 τοποθέτηση
[топотэтиси] ουσ θ помещение, размещение, расстановка. -
3 σκηνή
η1) палатка; шатёр; 2) театр, сцена;τό ανέβασμα στη σκηνή — постановка;
η τοποθέτηση στη σκηνή — мизансцена;
πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης — первая сцена третьего действия;
ανεβάζω στη σκηνή ( — или ανεβιβάζω επί της σκηνής) — ставить на сцене;
ανέρχομαι στη σκηνή — или ανέρχομαι επί της σκηνής — становиться актёром;
З) перен. сцена;δημιουργώ ( — или κάνω) σκηνές — устраивать сцены;
4) театр, занавес;5) театр, декорация
См. также в других словарях:
τοποθέτηση — η, Ν 1. το να τοποθετεί κάποιος κάτι, να τό βάζει σε μια θέση («η τοποθέτηση τών βιβλίων έγινε στην τύχη») 2. (δημ. δίκ.) α) ο καθορισμός τής θέσης στην οποία πρόκειται να υπηρετήσει ένας υπάλληλος β) ο διορισμός υπαλλήλου ή στελέχους σε μια θέση … Dictionary of Greek
τοποθέτηση — η 1. απόθεση πράγματος σε κατάλληλη θέση: Τοποθέτηση των θρανίων. 2. προσδιορισμός της θέσης όπου θα υπηρετήσει υπάλληλος, αξιωματικός κτλ.: Τοποθετήσεις στρατιωτικών. 3. επικερδής επένδυση χρημάτων: Έκανα καλή τοποθέτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… … Dictionary of Greek
κρυοκαυτηριασμός — Τοποθέτηση πάνω σε ιστό μιας ουσίας που τον παγώνει, με σκοπό να τον καταστρέψει … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ηλεκτρίτης — Διηλεκτρικό υλικό που παραμένει πολωμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή της εξωτερικής επίδρασης που προκάλεσε την πόλωση. Πρακτικά, όλα τα γνωστά οργανικά και ανόργανα διηλεκτρικά μπορούν να γίνουν η. Σταθερούς η. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek