-
1 τοπικός
-
2 τοπικος
31) совершающийся или изменяющийся в пространстве(κίνησις, ὕλη Arst.)
2) рит.-лог. топический, касающийся общих типов умозаключения Arst. -
3 τοπικός
τοπικόςof: masc nom sg -
4 τοπικός
-
5 τοπικός
-
6 τοπικός
[топикос] επ. относящийся к данному месту, местный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τοπικός
-
7 τοπικός
[топикос] επ относящийся к данному месту, местный. -
8 τοπικός
A of or for place, in respect to place, ὕλη τ., = κατὰ τόπον κινητή, Arist. Metaph. 1042b6. Adv.- κῶς Peripl.M.Rubr.5
, al., Plu.2.424e.2 local,φυλαί D.H.4.14
;ἄνεμοι Antyll.
ap. Orib.9.9.1; τ. δυναστεία local influence, PRyl,114.16 (iii A. D.);τ. βία PFlor.58.8
(iii A. D.); of local make, ([place name] Patara). Adv. - κῶς in the local dialect, opp. συνήθως, Sch.Th.Oxy.853 xiii 3.3 of medicines and medical treatment or ailments, to be applied locally, topical, Sor.2.15, Gal.12.383;τ. συγκίνησις Sor.1.46
( τροπ- cod.); τ. ἕλκος, πόνος, Id.2.36, Fract.15;τ. διάθεσις Gal.16.710
. Adv.- κῶς Ruf.Anat.30
, Sor.1.102.4 τ. ἐπίρρημα adverb of place, D.T.641.32, A.D.Conj.243.29.II concerning τόποι or common-places, Arist.Rh. 1396b21; he wrote a treatise τὰ τοπικά, being (as he says) the method or theory of drawing conclusionsἐξ ἐνδόξων; τ. ἀντίθεσις Hermog.Stat.6
;- ώτεροι λόγοι Id.Id.2.11
. Adv.- κῶς Id.Stat.3
,12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοπικός
-
9 τοπικός
localΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τοπικός
-
10 local
τοπικός -
11 τοπικά
τοπικόςof: neut nom /voc /acc plτοπικά̱, τοπικόςof: fem nom /voc /acc dualτοπικά̱, τοπικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 τοπικώτερον
τοπικόςof: adverbial compτοπικόςof: masc acc comp sgτοπικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
13 τοπικωτέραις
τοπικόςof: fem dat comp plτοπικωτέρᾱͅς, τοπικόςof: fem dat comp pl (attic) -
14 τοπικωτέρων
τοπικόςof: fem gen comp plτοπικόςof: masc /neut gen comp pl -
15 τοπικόν
τοπικόςof: masc acc sgτοπικόςof: neut nom /voc /acc sg -
16 τοπικαί
τοπικόςof: fem nom /voc pl -
17 τοπικοί
τοπικόςof: masc nom /voc pl -
18 τοπικούς
τοπικόςof: masc acc pl -
19 τοπικωτέροις
τοπικόςof: masc /neut dat comp pl -
20 τοπικέ
τοπικόςof: masc voc sg
См. также в других словарях:
τοπικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα … Dictionary of Greek
τοπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με ορισμένο τόπο: Τοπικά έθιμα. 2. που αφορά σε ορισμένο μέρος του σώματος: Τοπική αναισθησία. 3. το θηλ. ως ουσ., τοπική παλιά πτώση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, που συγχωνεύτηκε αργότερα με τη δοτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπικά — τοπικός of neut nom/voc/acc pl τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc/acc dual τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικώτερον — τοπικός of adverbial comp τοπικός of masc acc comp sg τοπικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικωτέραις — τοπικός of fem dat comp pl τοπικωτέρᾱͅς , τοπικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικωτέρων — τοπικός of fem gen comp pl τοπικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικῶν — τοπικός of fem gen pl τοπικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικόν — τοπικός of masc acc sg τοπικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικαῖς — τοπικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικαί — τοπικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)