-
1 локальный
-
2 местный
местный в рази. знач. τοπικός· ντόπιος, εγχώριος (туземный); \местныйое время η τοπική ώρα· \местный житель о ντόπιος ◇ \местный наркоз η τοπική αναισθησίοι* * *в разн. знач.τοπικός; ντόπιος, εγχώριος ( туземный)ме́стное вре́мя — η τοπική ώρα
ме́стный жи́тель — ο ντόπιος
••ме́стный нарко́з — η τοπική αναισθησία
-
3 вентиляция
ο (εξ)αερισμόςвытяжная - απαγωγής/εξαγωγής (αέρα)рудничная - ορυχείων/στοώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вентиляция
-
4 газопровод
тех. о αγωγός αερίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газопровод
-
5 гомеоморфизм
ο ομοιομορφισμός, о τοπικός ισομορφισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гомеоморфизм
-
6 дорога
ο δρόμος, η οδόςканатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρίαобъездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορίαскоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδόςшоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога
-
7 локально
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > локально
-
8 меридиан
геогр. о μεσημβρινόςнебесный астр. - ουράνιος -основной - см. главный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меридиан
-
9 областной
1. геогр. της περιοχής, περιφερειακός 2. (свойственный какой-л. местности) τοπικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > областной
-
10 обстоятельство
1. (условие, определяющее положение чего-л. или кого-л.) η συνθήκηни при каких - ах σε καμία περίπτωση, επ' ουδενί λόγω2. грам. о (επιρρηματικός) προσδιορισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обстоятельство
-
11 освещение
1. (устройство освещения) о φωτισμός, το σύστημα φωτισμού- κινδύνου3. (воздействие света) η έκθεση σε φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещение
-
12 пользователь
1. вчт. ο χρήστης, ο καταναλωτής, ο συνδρομητής 2. юр. ο χρήστης, ο χρησιμοποιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пользователь
-
13 самум
(ветер) о Σιμούν (τοπικός άνεμος Αραβίας) (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самум
-
14 суховей
(ветер) о θερμός και ξηρός τοπικός άνεμος στην περιοχή της Κασπίας - Νότιας Σιβηρίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суховей
-
15 локальный
локальныйприл τοπικός. -
16 местный
местн||ыйприл в разн. знач. τοπικός/ ἐντόπιος, ἐγχώριος (здешний, туземный):\местныйый житель ὁ ἐντόπιος· \местныйый · колорит τό τοπικό χρώμα· \местныйый говор ἡ ντοπιολαλιά, ἡ τοπική διάλεκτος· \местныйое явление τό τοπικό φαινόμενο· \местныйый наркоз мед. ἡ τοπική ἀναισθησία· \местныйые вли́сти οἱ τοπικές ἀρχές· \местныйый комитет см. местком. -
17 низовой
низов||о́йприл (периферийный) τοπικός, τής βάσης:\низовойа́я организация ἡ ὁργάνωση βάσης· \низовойая работа ἡ δουλειά στίς ὁργανώσεις βάσης. -
18 областной
областн||ойприл1. τής περιοχῆς:\областной центр τό κέντρο (τής) περιοχῆς· \областнойая конференция ἡ συνδιάσκεψη (τής) περιοχής·2. (свойственный какой-л. местности) τοπικός:\областнойо́е слово ἡ τοπική λέξη. -
19 региональный
региональныйприл τοπικός, περιφερειακός:\региональный пакт τό τοπικό[ν] (или τά περιφερειακό[ν]) σύμφωνο[ν]. -
20 тривиальный
тривиальн||ыйприл (о выражении) κοινός, κοινο-τοπικός, τετριμμένος/ χυδαίος, ἀγοραίος (пошлый):\тривиальныйая мысль ἡ κοινοτοπία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τοπικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα … Dictionary of Greek
τοπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με ορισμένο τόπο: Τοπικά έθιμα. 2. που αφορά σε ορισμένο μέρος του σώματος: Τοπική αναισθησία. 3. το θηλ. ως ουσ., τοπική παλιά πτώση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, που συγχωνεύτηκε αργότερα με τη δοτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπικά — τοπικός of neut nom/voc/acc pl τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc/acc dual τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικώτερον — τοπικός of adverbial comp τοπικός of masc acc comp sg τοπικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικωτέραις — τοπικός of fem dat comp pl τοπικωτέρᾱͅς , τοπικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικωτέρων — τοπικός of fem gen comp pl τοπικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικῶν — τοπικός of fem gen pl τοπικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικόν — τοπικός of masc acc sg τοπικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικαῖς — τοπικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικαί — τοπικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)