Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τοξοφόρος

См. также в других словарях:

  • τοξοφόρος — bow bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοφόρος — ο θηλ. τοξοφόρα ο τοξότης: Αθηναίος τοξοφόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοξοφόρος — ο, η, ΝΑ, θηλ. και α Ν αυτός που φέρει, που κρατάει τόξο αρχ. 1. προσωνυμία τού Απόλλωνος, τής Αρτέμιδος και τού Ηρακλέους 2. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ τοξοφόροι α) οι τοξότες β) προσωνυμία τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • τοξοφόροι — τοξοφόρος bow bearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοφόροισι — τοξοφόρος bow bearing masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοφόροισιν — τοξοφόρος bow bearing masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοφόρον — τοξοφόρος bow bearing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοφόρου — τοξοφόρος bow bearing masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοφόρους — τοξοφόρος bow bearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοφόρων — τοξοφόρος bow bearing masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοφόρῳ — τοξοφόρος bow bearing masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»