Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τοξικός

См. также в других словарях:

  • τοξικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • τοξικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι σχετικός με το τόξο: Τοξική τέχνη. 2. δηλητηριώδης, σχετικός με τα δηλητήρια και τη δηλητηρίαση: Τοξικές ουσίες. 3. το ουδ. ως ουσ., τοξικό, το δηλητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοξικά — τοξικός of neut nom/voc/acc pl τοξικά̱ , τοξικός of fem nom/voc/acc dual τοξικά̱ , τοξικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικωτάτων — τοξικός of fem gen superl pl τοξικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικῶν — τοξικός of fem gen pl τοξικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικόν — τοξικός of masc acc sg τοξικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικώτατον — τοξικός of masc acc superl sg τοξικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικαῖς — τοξικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικαί — τοξικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικοῖς — τοξικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»