-
1 τοξικος
31) являющийся принадлежностью лукаτοξικέ θῶμιγξ Aesch. — тетива
2) являющийся принадлежностью лучника3) метко стреляющий из лука Xen., Plut.4) служащий для смазывания стрел, т.е. ядовитый(φάρμακον Arst.)
-
2 τοξικός
η, ό[ν]1) ядовитый, токсический (о веществах); 2) относящийся к луку (оружию) -
3 τοξικός
[токсикос] εκ. токсический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τοξικός
-
4 τοξικός
[токсикос] επ токсический.
См. также в других словарях:
τοξικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… … Dictionary of Greek
τοξικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι σχετικός με το τόξο: Τοξική τέχνη. 2. δηλητηριώδης, σχετικός με τα δηλητήρια και τη δηλητηρίαση: Τοξικές ουσίες. 3. το ουδ. ως ουσ., τοξικό, το δηλητήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοξικά — τοξικός of neut nom/voc/acc pl τοξικά̱ , τοξικός of fem nom/voc/acc dual τοξικά̱ , τοξικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικωτάτων — τοξικός of fem gen superl pl τοξικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικῶν — τοξικός of fem gen pl τοξικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικόν — τοξικός of masc acc sg τοξικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικώτατον — τοξικός of masc acc superl sg τοξικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικαῖς — τοξικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικαί — τοξικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικοῖς — τοξικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)