-
1 ударение
ударениес ὁ τόνος, ὁ τονισμός:острое \ударение ἡ ὁξεία· тупое \ударение ἡ βαρεία· облеченное \ударение ἡ περισπωμένη· тоническое \ударение ὁ τονισμός· логическое \ударение ὁ λογικός τονισμός· делать \ударение τονίζω· делать \ударение на чем-л. перен τονίζω κάτι, ὑπογραμμίζω κάτι. -
2 ударение
-
3 ударение
-я ουδ. (γραμμ.) ο τόνος•острое ударение η οξεία•
тупое ударение η βαρεία•
облечнное ударение η περισπωμένη•
слог под -ем τονιζόμενη συλλαβή•
слог без -я συλλαβή άτονη.
|| τονισμός•логическое ударение λογικός τονισμός.
|| μτφ. υπογράμμιση•делать ударение на чем, на что τονίζω κάτι.
-
4 акцент
1. лингв. о τόνος, ο τονισμόςделать - (на чем-л.) τονίζω (κάτι)2. (особый характер произношения) η προφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акцент
-
5 акцентология
ο τονισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акцентология
-
6 акцентуация
лингв. о τονισμός(система ударений в языке) το σύστημα/οι κανόνες τονισμού (μιάς γλώσσας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акцентуация
-
7 интонация
(лингв., муз.) о τονισμόςο τόνος (της φωνής)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интонация
-
8 расстройка
ο αποσυντονισμός, ο απο-τονισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расстройка
-
9 ударение
лингв. о τονισμός, (знак ударения) о τόνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ударение
-
10 утрирование
(подчёркивание) η υπερβολή, о τονισμός, (преувеличение) η υπερβολή, η διόγκωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утрирование
-
11 интонация
интонацияж ὁ τόνος τής φωνής, ὁ τονισμός. -
12 интонация
[ιντανάτσυγια] ουσ. θ. τονισμός -
13 интонация
[ιντανάτσυγια] ουσ θ τονισμός -
14 акцентуация
-и θ.τονισμός, το σύστημα τονισμού μιας γλώσσας, επιγραφής μνημείου. -
15 восходящий
επ. από μτχ.ανιόντας, ανοδικός•-ая линия η ανιούσα γραμμή, ο ανιόντας κλάδος•
-ая линия родства οι ανιόντες συγγενείς•
-ее светило, -ая звезда αναδεικνυόμενο αστέρι (διάσημο)•
-ая интонация, -ее ударение βαθμιαία άνοδος του τονισμού, ανοδικός τονισμός.
-
16 интонация
-и θ.τονισμός, τόνος φωνης•вопросительная интонация ερωτηματικός τόνος•
повествовательная интонация αφηγηματικός τόνος.
-
17 интонирование
-я ουδ.τονισμός. -
18 логический
επ.της λογικής•-ие законы αρχές (νόμοι) της λογικής.
|| λογικός, της λογικής διάρθρωσης (σειράς)•логический вывод λογικό συμπέρασμα•
логический довод λογικό επιχείρημα•
-ое противоречие λογική αντίφαση (αντιτιθέμενη στη λογική)•
-ая связь λογική σύνδεση•
-ая последовательность λογική σειρά.
εκφρ.- ое ударение – ο λογικός τόνος (τονισμός) στην πρόταση. -
19 нотка
-и θ.1. (μουσ.) φθόγγος, νότα.2. τόνος, τονισμός.3. φθγγόσημο, νότα. -
20 тонировка
-и θ.τονισμός, πρόσδοση ιδιότητας, χροιάς.
См. также в других словарях:
τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 … Dictionary of Greek
τονισμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τονίζω. 2. ένταση της φωνής στην προφορά συλλαβής μιας λέξης ή και η γραφή τόνου στη συλλαβή αυτή: Λάθη τονισμού. 3. μελοποίηση: Ο Μάντζαρος έκανε τον τονισμό στον «Ύμνο» του Σολωμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… … Dictionary of Greek
θαλασσότοκος — θαλασσότοκος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τοκος (< τόκος < τίκτω). Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στο β συνθετικό παθητική σημασία (πρβλ. εχιδνό τοκος, πρωτό τοκος)]. ο ζωολ.… … Dictionary of Greek
παρατονισμός — ο ο λανθασμένος, ο ανακριβής τονισμός μιας λέξης, ο τονισμός σε άλλη συλλαβή από εκείνην που πραγματικά δέχεται τον τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
τονικός — ή, ό / τονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό νεοελλ. 1. τονωτικός («τονικά φάρμακα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τονική μουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων τής μουσικής… … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
ακτσέντους — (accentus). Ο ιδιαίτερος τονισμός μιας νότας, μουσικής φράσης ή περιόδου, που έχει σκοπό την υπογράμμιση της τονικής ή ρυθμικής αξίας τους. Συνήθως μπαίνει στο ισχυρό μέρος του μέτρου (π.χ. για χρόνο 4/4, στο 1ο και 3ο τέταρτο). Βασικά όμως ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek