-
1 τονθορίζω,
τονθορύζω, u. τονθορίζω, u. τονθρύζω, undeutlich reden, murmeln, murren -
2 ὑπο-τονθορίζω
ὑπο-τονθορίζω u. ὑποτονθορύζω, leise, sachte murmeln, brummen, Luc. Necyom. 7 merc. cond. 26 u. öfter, u. a. Sp.
-
3 τονθορύζω
-
4 τονθορύζω,
τονθορύζω, u. τονθορίζω, u. τονθρύζω, undeutlich reden, murmeln, murren -
5 τονθρύζω
τονθορύζω, u. τονθορίζω, u. τονθρύζω, undeutlich reden, murmeln, murren -
6 ὑποτονθορίζω
ὑπο-τονθορίζω u. ὑποτονθορύζω, leise, sachte murmeln, brummen -
7 ὑποτονθορύζω
ὑπο-τονθορίζω u. ὑποτονθορύζω, leise, sachte murmeln, brummen
См. также в других словарях:
τονθορίζω — και τονθορύζω ΝΑ, και τονθρύζω Α μουρμουρίζω αρχ. μουγκρίζω («ἐτονθόρυζε ταῡρος < ὡς> νεοσφαγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τορθορύζω με ανομοίωση τού ρ , από το θ. θορυ τού θόρυβος* με… … Dictionary of Greek
τονθορισμός — και τονθορυσμός, ο, ΝΑ, και τονθρυσμός Α [τονθορίζω / τονθ(ο)ρύζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονθορίζω … Dictionary of Greek
τονθολυγώ — έω, Α τονθορύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό που συνδέεται με το ρ. τονθορύζω / τονθορίζω, πιθ. κατ επίδραση τών τ. πομφολυγῶ, οἰνοφλυγῶ] … Dictionary of Greek
τονθρύζω — Α βλ. τονθορίζω … Dictionary of Greek
υποτονθορίζω — ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο * + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek