Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τονθορίζω

См. также в других словарях:

  • τονθορίζω — και τονθορύζω ΝΑ, και τονθρύζω Α μουρμουρίζω αρχ. μουγκρίζω («ἐτονθόρυζε ταῡρος < ὡς> νεοσφαγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τορθορύζω με ανομοίωση τού ρ , από το θ. θορυ τού θόρυβος* με… …   Dictionary of Greek

  • τονθορισμός — και τονθορυσμός, ο, ΝΑ, και τονθρυσμός Α [τονθορίζω / τονθ(ο)ρύζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονθορίζω …   Dictionary of Greek

  • τονθολυγώ — έω, Α τονθορύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό που συνδέεται με το ρ. τονθορύζω / τονθορίζω, πιθ. κατ επίδραση τών τ. πομφολυγῶ, οἰνοφλυγῶ] …   Dictionary of Greek

  • τονθρύζω — Α βλ. τονθορίζω …   Dictionary of Greek

  • υποτονθορίζω — ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο * + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»