-
1 τολμηρός
Aοἱ-ότατοι Isoc. 3.21
;προθυμία-οτάτη Th.1.74
; τὸ τ. τινῶν their hardihood, ib. 102; τὸ -ότερον your greater daring, Id.2.87;τ. πολλὰ δρᾶν Arist.EN 1117a2
;κἂν εἰ -ότερον εἰρῆσθαι Pl.Sph. 267d
: also in Poets, E.Supp. 305, Ar.Nu. 445 (anap.), Bion 1.60;ἀνοίας οὐδὲν -ότερον Men.738
; opp. εὔτολμος, Id.Mon. 153. Adv.- ρῶς Th.3.74
,83, X.Smp.2.12, etc.: [comp] Comp.- ότερον Th.4.126
, Plb.1.17.7, Ep.Rom.15.15: [comp] Sup.- ότατα Poll.3.136
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμηρός
См. также в других словарях:
οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… … Dictionary of Greek
οισυπηρός — οἰσυπηρός, ά, όν (Α) αυτός που είναι γεμάτος από οισύπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός] … Dictionary of Greek
πλακουντηρός — ά, όν, Α πλακουντικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + επίθημα ηρός (πρβλ. νοσ ηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
πλουτηρός — ή, όν, Α αυτός που επιφέρει ή συνεπάγεται πλούτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα ηρός (πρβλ. νοσ ηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
σιωπηρός — ή, ό / σιωπηρός, ά, όν, ΝΑ σιωπηλός νεοελλ. αυτός που γίνεται σε κατάσταση σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με σιωπή («σιωπηρή συγκατάβαση»). επίρρ... σιωπηρώς / σιωπηρῶς ΝΑ με σιγή, σιωπηλά νεοελλ. χωρίς κανείς να δηλώνει ή να αναφέρει κάτι («η… … Dictionary of Greek
τρυχηρός — ά, όν, Α 1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος 2. βασανιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
οδμηρός — ὀδμηρός, ά, όν (Α) δύσοσμος, δυσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + κατάλ. ηρός (πρβλ. δαπανηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
ομπνηρός — ὀμπνηρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνηρὸν ὕδωρ τρόφιμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
οσμηρός — ή, ό (Α ὀσμηρός, ά, όν) αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων τής οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών τού σολομού και τής πέστροφας αρχ. το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.… … Dictionary of Greek
ποιηρός — ά, όν, Α καλυμμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ηρός (πρβλ. τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
στυγηρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) στυγερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού στυγερός, κατά τα επίθ. σε ηρός (πρβλ. τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek