-
1 τολμητίας
-
2 τολμητής
См. также в других словарях:
τολμητίας — τολμητίᾱς , τολμητίας masc acc pl τολμητίᾱς , τολμητίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητίας — ο, ΝΜΑ τολμηρός άνθρωπος, τολμητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τολμητής + κατάλ. ίας*] … Dictionary of Greek
τολμητίαι — τολμητίας masc nom/voc pl τολμητίᾱͅ , τολμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητιέων — τολμητίας masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητίαις — τολμητίας masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητία — τολμητίᾱ , τολμητίας masc nom/voc/acc dual τολμητίας masc voc sg τολμητίᾱ , τολμητίας masc voc sg (attic) τολμητίᾱ , τολμητίας masc gen sg (doric aeolic) τολμητίας masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητίαν — τολμητίᾱν , τολμητίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) τολμητίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητίᾳ — τολμητίαι , τολμητίας masc nom/voc pl τολμητίᾱͅ , τολμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχαιτίας — εὐχαιτίας, ὁ (Α) ευχαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαιτ ίας (< χαίτη) κατά τα καυχηματίας, τολμητίας] … Dictionary of Greek
μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… … Dictionary of Greek
τολμήτωρ — ορος, ὁ, Μ τολμηρός, τολμητίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τολμῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. οἰκή τωρ)] … Dictionary of Greek