Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τολμηροτέρᾳ

См. также в других словарях:

  • τολμηροτέρα — τολμηροτέρᾱ , τολμηρός hardihood fem nom/voc/acc comp dual τολμηροτέρᾱ , τολμηρός hardihood fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμηροτέρᾳ — τολμηροτέρᾱͅ , τολμηρός hardihood fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμηρότερα — τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμηροτέρας — τολμηροτέρᾱς , τολμηρός hardihood fem acc comp pl τολμηροτέρᾱς , τολμηρός hardihood fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμηροτέραν — τολμηροτέρᾱν , τολμηρός hardihood fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αντονέλι, Αλεσάντρο — (Alessandro Antonelli, Γκέμε, Νοβάρα 1798 – Τορίνο 1888). Ιταλός αρχιτέκτονας. Κατά τη μακρόχρονη ζωή του κατασκεύασε πολυάριθμα κτίρια στις πόλεις Νοβάρα, Τορίνο, Μπόκα, Καστανιόλα, Μπελιντσάγκο, Ρομανιάνο, Σέζια, Ολέτζιο, Αλεσάντρια,… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκμαν, Ίνγκμαρ — (Ingmar Bergman, Ουψάλα 1918 –). Σουηδός συγγραφέας και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος πάστορα, ο μέγιστος των σύγχρονων Σουηδών σκηνοθετών, δεν έπαψε ποτέ να βασανίζεται από θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα· τα τολμηρότερα… …   Dictionary of Greek

  • Μπουλέζ, Πιερ — (Pierre Boulez, Μονμπριζόν, Λουάρ 1925 –). Γάλλος συνθέτης και αρχιμουσικός. Άρχισε με σπουδές μαθηματικών για να αφιερωθεί, γύρω στα δεκαέξι του χρόνια ολοκληρωτικά στη μουσική, έχοντας ως δάσκαλο τον Oλιβιέ Μεσιάν και κερδίζοντας το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»