-
1 τοκετός
τοκ-ετός, ὁ,A = τόκος, childbirth, delivery, Hp.Aër.4, etc.; including pregnancy, Arist.GA 748b22;μαστοὺς ἐν τ. ἐπαιρομένους Dsc.4.68
: pl., πεπειραμέναι τῶν τ. Sor.1.70a, cf. 2.31;τοκετῶν βάσανος AP9.311
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοκετός
См. также в других словарях:
τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek