-
1 τοκογλύφος
τοκο-γλύφος, ὁ, ein Zinsenschnitzler, Zinsenspalter, der die Genauigkeit im Berechnen u. Eintreiben der Zinsen bis ins Kleinste treibt -
2 τοκο-γλυφέω
τοκο-γλυφέω, ein τοκογλύφος sein, schmutzigen Wucher treiben; Luc. Conv. 36; Plut. u. a. Sp.
-
3 γλύφω
γλύφω (vgl. γλάφω; ἐγλυμμένος Plat. Conv. 216 d; cf. ἐγγλ.), aushöhlen, bes. in Stein, Erz, Holz eingraben, schnitzen; σφραγῖδας, δακτυλίους, Her. 8, 69; Plat. Hipp. mai. 368 c; ναῦς Ar. Nubb. 879; Ἔρωτα, vom Bildhauer, Strab. IX p. 410; γλυψάμενος εἰκόνα ἐν σφραγῖδι, er ließ sich eingraben, Plut. reip. ger. praec. 12; – τόκους, die Zinsen ausklauben, d. i. genau anschreiben, Pallad. 86 (XI, 289); s. τοκογλύφος.
-
4 τοκογλυφέω
τοκο-γλυφέω, ein τοκογλύφος sein, schmutzigen Wucher treiben
См. также в других словарях:
τοκογλύφος — one who marks down his interest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφος — ο, ΝΑ, θηλ.τοκοφλύφα Ν 1. αυτός που δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο 2. (γενικά) αισχροκερδής αρχ. αυτός που υπολογίζει τους τόκους του μέχρι το τελευταίο λεπτό, γλύφοντας, χαράζοντας τους αριθμούς στα σανίδια τού τραπεζιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τοκογλύφος — ο αυτός που δανείζει με τόκο ανώτερο από το νόμιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκογλύφοι — τοκογλύφος one who marks down his interest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφοις — τοκογλύφος one who marks down his interest masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφον — τοκογλύφος one who marks down his interest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφου — τοκογλύφος one who marks down his interest masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφους — τοκογλύφος one who marks down his interest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφων — τοκογλύφος one who marks down his interest masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφῳ — τοκογλύφος one who marks down his interest masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάυλοκ — και Σάυλωκ και Σάιλοκ, ο, Ν 1. κύριο πρόσωπο τής κωμωδίας τού Σαίξπηρ Ο έμπορος τής Βενετίας 2. (ως προσηγορ.) σάυλοκ φιλάργυρος, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Shylock, όνομα τού κύριου ήρωα τού έργου Ο έμπορος τής Βενετίας τού Σαίξπηρ] … Dictionary of Greek