-
1 τοκετός
τοκετός, οῦ, ὁ (fr. τίκτω via τόκος; Aristot. et al.; BGU 665 II, 10 [I A.D.]; Sb 5873, 4; LXX; Jos., Ant. 1, 213) childbearing, giving birth IEph 19:1. In imagery of the tortures of martyrdom ὁ τοκετός μοι ἐπίκειται the pains of birth are upon me IRo 6:1.—DELG s.v. τίκτω. -
2 τοκετός
τοκετόςchildbirth: masc nom sg -
3 τοκετός
-οῦ + ὁ N 2 1-0-0-2-1=4 Gn 35,16; Jb 39,1.2; Sir 23,14childbirth, delivery Gn 35,16; bringing forth (of anim.) Jb 39,1; birth, being born Sir 23,14 -
4 τοκετός
τοκ-ετός, ὁ,A = τόκος, childbirth, delivery, Hp.Aër.4, etc.; including pregnancy, Arist.GA 748b22;μαστοὺς ἐν τ. ἐπαιρομένους Dsc.4.68
: pl., πεπειραμέναι τῶν τ. Sor.1.70a, cf. 2.31;τοκετῶν βάσανος AP9.311
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοκετός
-
5 τοκετός
parturitionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τοκετός
-
6 τοκετοί
τοκετόςchildbirth: masc nom /voc pl -
7 τοκετούς
τοκετόςchildbirth: masc acc pl -
8 τοκετέ
τοκετόςchildbirth: masc voc sg -
9 τοκετόν
τοκετόςchildbirth: masc acc sg -
10 τοκετοίο
-
11 τοκετοῖο
-
12 τοκετοίς
-
13 τοκετοῖς
-
14 τοκετού
-
15 τοκετοῦ
-
16 τοκετώ
-
17 τοκετῷ
-
18 τοκετώι
-
19 τοκετῶι
-
20 τοκετών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τοκετός — childbirth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
τοκετός — ο γέννα, γέννηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκετοῖο — τοκετός childbirth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετοῖς — τοκετός childbirth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετοί — τοκετός childbirth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετοῦ — τοκετός childbirth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετούς — τοκετός childbirth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετέ — τοκετός childbirth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετῶν — τοκετός childbirth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετῷ — τοκετός childbirth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)