-
1 τοκίζω
τοκίζω, auf Zinsen leihen, wuchern; Dem. 45, 70; μναῖ τοκιζόμεναι ὑπὸ Κρίτωνος, Plut. Arist. 1; τόκον τοκίσαι, Lucill. 102 (XI, 309).
-
2 τοκίζω
τοκίζω, auf Zinsen leihen, wuchern -
3 κατα-τοκίζω
κατα-τοκίζω, durch Zinsen von geliehenem Gelde herunterbringen, zum Bettler machen, Sp. – Pass., κατατοκιζόμενοι γίνονται πένητες Arist. pol. 2, 12, verarmen.
-
4 ἀνα-τοκίζω
ἀνα-τοκίζω, Zins von Zinsen nehmen.
-
5 ἀνατοκίζω
-
6 κατατοκίζω
κατα-τοκίζω, durch Zinsen von geliehenem Gelde herunterbringen, zum Bettler machen. Pass., κατατοκιζόμενοι γίνονται πένητες, verarmen
См. также в других словарях:
τοκίζω — τοκίζω, τόκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τοκίζω — ΝΑ [τόκος] 1. δανείζω με τόκο 2. ειρων. είμαι τοκογλύφος νεοελλ. ειρων. ζω χωρίς να εργάζομαι, είμαι φυγόπονος … Dictionary of Greek
τοκίζω — τόκισα, τοκίστηκα, τοκισμένος 1. μτβ., δανείζω με τόκο: Τοκισμένα χρήματα. 2. αμτβ., είμαι τοκιστής, είμαι τοκογλύφος: Τοκίζει και ζει. 3. δεν εργάζομαι από τεμπελιά, σαν να ζω από τόκους ανύπαρκτου κεφαλαίου: Τοκίζει ο ακαμάτης, κι ας υπάρχουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκιζόμεθα — τοκίζω lend on interest pres ind mp 1st pl τοκίζω lend on interest imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκιζόντων — τοκίζω lend on interest pres part act masc/neut gen pl τοκίζω lend on interest pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκιζόμενος — τοκίζω lend on interest pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκισθέν — τοκίζω lend on interest aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκίζειν — τοκίζω lend on interest pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκίζεις — τοκίζω lend on interest pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκίζεται — τοκίζω lend on interest pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκίζοντες — τοκίζω lend on interest pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)