-
1 τοιχωρυχος
-
2 τοιχωρύχος
ο взломщик
См. также в других словарях:
τοιχωρύχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρύχος — ο, ΝΑ 1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους 2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης αρχ. ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ … Dictionary of Greek
τοιχωρύχοις — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc dat pl τοιχωρύχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρύχου — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc gen sg τοιχωρύχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρύχους — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc acc pl τοιχωρύχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρύχων — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc gen pl τοιχωρύχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρύχῳ — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc dat sg τοιχωρύχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρύχε — τοιχωρύχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρύχοι — τοιχωρύχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρύχον — τοιχωρύχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχώρυχε — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)