Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τοιχωρύχος

См. также в других словарях:

  • τοιχωρύχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχος — ο, ΝΑ 1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους 2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης αρχ. ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τοιχωρύχοις — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc dat pl τοιχωρύχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχου — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc gen sg τοιχωρύχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχους — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc acc pl τοιχωρύχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχων — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc gen pl τοιχωρύχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχῳ — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc dat sg τοιχωρύχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχε — τοιχωρύχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχοι — τοιχωρύχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχον — τοιχωρύχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχώρυχε — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»