Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοιχωρυχίᾳ

См. также в других словарях:

  • τοιχωρυχία — τοιχωρυχίᾱ , τοιχωρυχία housebreaking fem nom/voc/acc dual τοιχωρυχίᾱ , τοιχωρυχία housebreaking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρυχίᾳ — τοιχωρυχίαι , τοιχωρυχία housebreaking fem nom/voc pl τοιχωρυχίᾱͅ , τοιχωρυχία housebreaking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρυχία — η, ΝΑ [τοιχωρυχῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχωρυχώ …   Dictionary of Greek

  • τοιχωρυχίας — τοιχωρυχίᾱς , τοιχωρυχία housebreaking fem acc pl τοιχωρυχίᾱς , τοιχωρυχία housebreaking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρυχίαν — τοιχωρυχίᾱν , τοιχωρυχία housebreaking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρυχίαις — τοιχωρυχία housebreaking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτοιχωρυχώ — ἐκτοιχωρυχῶ ( έω) (Α) 1. διαρπάζω με τοιχωρυχία* 2. γεν. αρπάζω, λεηλατώ …   Dictionary of Greek

  • τοιχόρυγμα — ύγματος, τὸ, Μ τοιχωρυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὄρυγμα «άνοιγμα» (< ὀρύσσω «σκάβω»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»