-
1 τοιχο-γραφία
τοιχο-γραφία, ἡ, das Schreiben, Malen an die Wand; bes. die Annalen des Pontifex maximus, die an die Tempelwände geschrieben u. zum Lesen ausgestellt wurden, Pol. (?).
-
2 τοιχογραφία
τοιχο-γρᾰφία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοιχογραφία
-
3 τοιχογραφία
τοιχο-γραφία, ἡ, das Schreiben, Malen an die Wand; bes. die Annalen des Pontifex maximus, die an die Tempelwände geschrieben u. zum Lesen ausgestellt wurden
См. также в других словарях:
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
τοιχογραφία — Η τέχνη της ζωγραφικής επάνω στον τοίχο. Bλ. λ. νωπογραφία. * * * η, ΝΜΑ τοιχογράφηση νεοελλ. ζωγραφική διακόσμηση που φιλοτεχνείται στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής ενός οικοδομήματος, συνήθως απευθείας πάνω στο επίχρισμα νεοελλ. μσν. η τέχνη τής… … Dictionary of Greek