Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τοίχος

  • 1 τοίχος

    [тихое] ουσ. а. стена,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τοίχος

  • 2 стена

    стена ж 1) о τοίχος 2) (крепостная, городская) το τείχος
    * * *
    ж
    1) ο τοίχος
    2) (крепостная, городская) το τείχος

    Русско-греческий словарь > стена

  • 3 стеиа

    стеи||а
    ж ὁ τοίχος, τό ντουβάρι, τό μουράγιο:
    городская \стеиа τά τείχη τής πόλης· воздвигнуть стену κτίζω τείχος· \стеиа комнаты ὁ τοίχος τοῦ δωματίου· окружить \стеиаой περιτειχίζω· ◊ в четырех \стеиаа́х κλεισμένος μέσα (στό σπίτι)· припереть, прижать кого́-л. к \стеиае κολλώ κάποιον στον τοίχο, στριμώχνω κάποιον лезть на стену γίνομαι ἔξαλλος.

    Русско-новогреческий словарь > стеиа

  • 4 стена

    -ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.
    1. τοίχος•

    каменная стена πέτρινος τοίχος•

    -ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.

    2. το τείχος•

    стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•

    -ы города τα τείχη της πόλης.

    || μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•

    непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).

    3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•

    стена рва η πλευρά της τάφρου.

    εκφρ.
    стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•
    стена в -уβλ. προηγούμενη έκφραση•
    стена на -уβλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•
    в четыре -ах (сидеть,житьκ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•
    как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•
    как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > стена

  • 5 стена

    1. (напр. здания, комнаты) о τοίχος
    монолитная - το συμπαγές τοίχωμα, μονολιθικός -
    несущая - η φέρουσα τοιχοποιΐα/τοι-χοδομία
    сборная - προκατασκευασμένος -, συναρμολογούμενος -
    2. (высокая ограда) το τείχος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стена

  • 6 вал

    вал I
    м
    1. (земляная насыпь) τό ἀνάχωμα, τό ϋψωμα:
    крепостной \вал τό τειχόκαστρο, ὁ τοίχος του κάστρου;
    2. (волна) τό κῦμα (θάλασσας); ◊ девятый \вал τό ἔννατο κῦμα, τό μεγάλο κϋμα; огневой \вал воен. ὁ φραγμός πυρός.
    вал II
    м тех. ὁ ἀξονας:
    приводной \вал ὁ κινητήριος ἄξονας; коленчатый \вал ὁ στροφαλοφόρος ἄξονας.

    Русско-новогреческий словарь > вал

  • 7 гладкий

    гладк||ий
    прил
    1. (ровный) λείος, ίσιος, ὁμαλός:
    \гладкийая поверхность ἡ λεία ἐπιφάνειά \гладкийая стена ὁ γυμνός τοίχος· \гладкий лоб τό ἰσιο μέτωπο·
    2. перен (плавный) ὁμαλός, ρέων
    3. (холеный, сытый) разг καλοθρεμμένος, παχουλός· ◊ с него́ взятки \гладкийи разг δέν ἐχει νά βγεί τίποτε ἀπ' αὐτόν.

    Русско-новогреческий словарь > гладкий

  • 8 глухцойая

    глухцо́й||ая
    ночь ἡ βαθειά νύχτα· \глухцойаяа́я пора́ ἡ νεκρή ἐποχή· \глухцойаяа́я стена́ ὁ τυφλός τοίχος· \глухцойаяа́я молва ἡ κρυφή διάδοση· быть \глухцойаяйм к просьбам κωφεύω στίς Ικεσίες·
    5. м ὁ κουφός, ὁ κωφός.

    Русско-новогреческий словарь > глухцойая

  • 9 капитальный

    капитальный
    прил κεφαλαιώδης, κύριος, βασικός; \капитальныйая стена ὁ τοίχος ὑποστήριξης, τό βασικό τοίχωμα κτιρίου· \капитальный труд τό κεφαλαιώδες ἔργο· \капитальный ремонт ἡ γενική ἐπισκευή· \капитальныйое строительство οίκοδόμηση ἐπιχειρήσεων, δημοσίων ἐργων \капитальныйое вложение см. капиталовложение.

    Русско-новогреческий словарь > капитальный

  • 10 кирпичный

    кирпич||ный
    прил πλίνθινος, ἀπό τοῦβλο, πλινθόκτιστος:
    \кирпичныйный завод τό πλινθοποιεῖο, τό του-βλοποιεῖο[ν]· \кирпичныйная стена ὁ πλινθόκτιστος τοίχος· \кирпичныйная кладка ἡ πλινθοδομή, τό πλινθόκτισμα· ◊\кирпичныйный чай τό τσάι πλακέ.

    Русско-новогреческий словарь > кирпичный

  • 11 ограда

    ограда
    ж τό περιτοίχισμα, ὁ τοίχος (стена)/ ὁ περίβολος, ὁ φράχτης (забор, изгородь, плетень).

    Русско-новогреческий словарь > ограда

  • 12 толстый

    толст||ый
    прил χοντρός, χονδρός, παχύς:
    \толстыйая бумага (стена) τό χοντρό χαρτί (τοίχος)· \толстыйые ру́ки τά χοντρά χέρια· \толстыйая доска τό μαδέρι· \толстыйое стекло́ то I χοντρό γυαλί· ◊ \толстый карман ἡ μεγάλη τσέπη, τό μεγάλο πουγγί· \толстыйая кишка анат. τό παχύ ἐντερο.

    Русско-новогреческий словарь > толстый

  • 13 стена

    [στινά] ουσ. θ. τοίχος

    Русско-греческий новый словарь > стена

  • 14 стена

    [στινά] ουσ θ τοίχος

    Русско-эллинский словарь > стена

  • 15 глухой

    επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.
    1. κουφός, κωφός•

    глухой от рождения κουφός γεννητάτος.

    || μτφ. αδιάφορος•

    он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.

    2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•

    -ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.

    3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.
    4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•

    -ая улица νεκρή οδός.

    5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.
    6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).
    εκφρ.
    -ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•
    - ая дверь – ψευτόπορτα•
    - ое окно – ψευτοπαράθυρο•
    - ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•
    - ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•
    - согласный – άηχο σύμφωνο•
    - ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•
    глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής.

    Большой русско-греческий словарь > глухой

  • 16 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 17 изразцовый

    επ.
    με πλακάκια•

    изразцовый пол πάτωμα με πλ.ακάκια•

    -ая стена τοίχος με πλακάκια.

    Большой русско-греческий словарь > изразцовый

  • 18 капитальный

    επ.
    κεφαλαιώδης, βασικός,κύριος•

    капитальный вопрос κύριο ζήτημα•

    -ая мысль κύρια ιδέα.

    || γενικός•

    капитальный счёт γενικός λογαριασμός.

    || γερός, σταθερός, στέρεος•

    -ое произведение γερό έργο.

    εκφρ.
    - ые вложения – επενδύσεις κεφαλαίων•
    капитальный ремонт – γενική επισκευή•
    - ая стена – τοίχος αντιστήριξης•
    - ое строительство – κατασκευή δημοσίων έργων.

    Большой русско-греческий словарь > капитальный

  • 19 кирпичный

    επ.
    1. του τούβλου, του πλίνθου•

    кирпичный завод πλινθουργείο, πλινθοποιείο.

    || πλίνθινος, με τούβλα•

    -ая стени τοίχος με τούβλα, πλινθόκτιστος•

    кирпичная кладка η πλινθοδομή, πλινθόκτισμα, χτίσιμο με τούβλα.

    2. (για χρώμα) κεραμιδί.
    εκφρ.
    кирпичный чай – πεπιεσμένο (πλακέ) τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > кирпичный

  • 20 рассесться

    -сядусь, -сядешься, παρλθ. χρ. расселся, -лась, -лось
    ρ.σ.
    1. (για πολλούς)• κάθομαι•

    дети -лись по партам τα παιδιά κάθησαν στα θρανία•

    стая птиц рассестьсялись по деревьям κοπάδι πουλιών κάθησαν στα δέντρα.

    2. κάθομαι ελεύθερα• στρογγυλοκάθομαι.
    3. σκάζω, παθαίνω ρωγμή•

    стена -лась ο τοίχος έσκασε.

    Большой русско-греческий словарь > рассесться

См. также в других словарях:

  • τοῖχος — wall of a house masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασταμονίτσας. * * * ο / τοῑχος, ΝΜΑ οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • τοίχος — ο κατασκεύασμα από πέτρες, τούβλα κτλ. για περίφραγμα χώρου, ντουβάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοῖχε — τοῖχος wall of a house masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖχοι — τοῖχος wall of a house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖχον — τοῖχος wall of a house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισότοιχος — ἰσότοιχος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει τοιχώματα ή πλευρές ίσου ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τοῑχος (< τοίχος), πρβλ. αργυρό τοιχος, μεσό τοιχος] …   Dictionary of Greek

  • μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

  • τοιχίο — το / τοιχίον, ΝΑ [τοῑχος] (υποκορ. τού τοίχος) μικρός τοίχος, τοιχάκι νεοελλ. 1. το μέρος τού τοίχου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές πόρτας ή παραθύρου 2. η εξωτερική όψη τής θήκης τού ουραίου πυροβόλου όπλου 3. ενισχυμένος τοίχος που… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»