-
1 εργαστήριο(ν)
τό1) мастерская; студия; ателье;εργαστήριο(ν) ξυλουργού — столярная мастерская;
εργαστήριο(ν) φωτογράφου — фотоателье;
εργαστήριο(ν) επισκευών — ремонтная мастерская;
2) лаборатория -
2 εργαστήριο(ν)
τό1) мастерская; студия; ателье;εργαστήριο(ν) ξυλουργού — столярная мастерская;
εργαστήριο(ν) φωτογράφου — фотоателье;
εργαστήριο(ν) επισκευών — ремонтная мастерская;
2) лаборатория -
3 εργαστήριο
[эргастирио] ουσ. о. лаборатория, мастерскаяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εργαστήριο
-
4 εργαστήριο
[эргастирио] ουσ ο лаборатория, мастерская. -
5 εργαστήριο
laboratoire -
6 εργαστήριο
1) laboratorium (n) rzecz.2) pracownia (f) rzecz. -
7 εργαστήριο
laboratoř -
8 εργαστήριο
labΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εργαστήριο
-
9 atölye
εργαστήριο ατελιέ. -
10 işlik
εργαστήριο, ατελιέ -
11 laboratuar
εργαστήριο, παρασκευαστήριο -
12 laboratoire
εργαστήριο -
13 laboratoř
εργαστήριο -
14 lab
εργαστήριο -
15 laboratorium
εργαστήριο -
16 мастерская
το συνεργείο, το εργαστήριοвагоноремонтная - επισκευής των σιδηροδρομικών αμαξών/βαγονιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мастерская
-
17 фотолаборатория
το φωτογραφικό εργαστήριοτο εργαστήριο προβολής/εκτύ-πωσης των φωτογραφιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фотолаборатория
-
18 ателье
ателье с το ατελιέ, το εργαστήριο \ателье мод о οίκος μόδας* * *сτο ατελιέ, το εργαστήριοателье́ мод — ο οίκος μόδας
-
19 лаборатория
-
20 мастерская
мастерская ж το εργαστήριο, το ατελιέ* \мастерская художника το ατελιέ του ζωγράφου* * *жτο εργαστήριο, το ατελιέмастерска́я худо́жника — το ατελιέ του ζωγράφου
См. также в других словарях:
εργαστήριο — εργαστήριο, το και εργαστήρι, το 1. χώρος όπου γίνεται εργαστηριακή δουλειά: Εργαστήριο κοσμημάτων. 2. χώρος εφοδιασμένος με κατάλληλες εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται επιστημονικές εργασίες ή έρευνες: Εργαστήριο χημείας. – Μικροβιολογικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκόνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Mυκόνου είναι ένα από τα παλαιότερα της Eλλάδας. Xτίστηκε αρχικά, σε λιτό νεοκλασικό σχέδιο, το 1905, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα από τη γειτονική Pήνεια. Tη σημερινή κυκλαδίτικη μορφή του απέκτησε μετά τις… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek