-
1 лаборатория
-
2 работник
ο εργαζόμενος, ο υπάλληλοςτο στέλεχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > работник
-
3 симпозиум
(научный) το (επιστημονικό) συμπόσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > симпозиум
-
4 стиль
I.(совокупность признаков, приёмов, манер) о ρυθμόςο τρόποςτο ύφος, η τεχνοτροπία, το στυλразговорный - лингв. η καθομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική (γλώσσα)II.(способ летоисчисления) το σύστημα μέτρησης του χρόνουстарый - (юлианский календарь) το Ιουλιανό ημερολόγιο, το παλαιό ημερολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиль
-
5 течение
το ρεύμα, η ροήламинарное - η γραφική/ομαλή/στρωτή ροήморское - θαλάσσιο/ωκεάνιο -стационарное - σταθερό/αμετάβλητο -турбулентное - η (τε)τα-ραγμένη/στροβιλώδης/τυρβώδης ροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > течение
-
6 труд
1. (деятельность человека, работа) η εργασί/α, η δουλειάпроизводительность - а παραγωγικότητα της - ας, αποδοτικότητα της - αςручной - см. физический -умственный - πνευματική -, διανοητική -2. (сочинение, произведение) το σύγγραμμα, η μελέτηη εργασίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > труд
-
7 учреждение
1. (создание, основание чего-л.) η ίδρυση, η σύσταση 2. (организация, ведающая какой-л. областью хозяйства, торговли и т.п.) το ίδρυμα, η υπηρεσία, το καθίδρυμα, το όργανο, ο οργανισμόςгосударственное - η δημόσια υπηρεσία, κρατικό/δημόσιο -3. (учебное) ο εκπαιδευτικός οργανισμός, το εκπαιδευτήριο, το εκπαιδευτικό ίδρυμαдошкольное - το βρεφονηπιαγωγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учреждение
-
8 степень
степеи||ьж1. ὁ βαθμός:\степень родства ὁ βαθμός συγγενείας· \степень сжатия тех. ὁ βαθμός τής πιέσεως· до известной (или до некоторой) \степеньи ὡς ἕνα βαθμό· до последней \степеньи ὡς τόν τελευταίο βαθμό· в должной \степеньи ὅσο χρειάζεται, στον βαθμό πού πρέπει· в значительной \степеньи σέ μεγάλο βαθμό· до какой \степеньи? ὡς ποιο σημείο;· ни в какой \степеньи καθόλου, κάθε ἄλλο·2. мат ἡ δύναμις (άριθμοῦ):возводить число́ в третью \степень ὑψώνω ἀριθμό στον κύβο·3. (ученая) ὁ τίτλος, ὁ βαθμός:\степень кандидата нау́к ὁ τίτλος δόκιμου διδάκτορος· \степень доктора нау́к ὁ τίτλος διδάκτορος· присуждать ученую \степень ἀπονέμω ἐπιστημονικό τίτλο·4. грам.:\степеньи сравнения οἱ συγκριτικοί (или οἱ παραθετικοί) βαθμοί· положительная (сравнительная, превосходная) \степень θετικός βαθμός (συγκριτικός, ὑπερθετικός). -
9 течение
течени||ес1. (действие) ἡ ροή, ἡ πορεία:\течение мыслей ἡ ροή (или πορεία) τῶν-σκέψεων \течение болезни ἡ πορεία τής ἀρρώστιας·2. (ток, струя) τό ρέμα, τό ρεδ-μα, ὁ ροῦς:морское \течение τό θαλασσινό ρεῦμα· возду́шное \течение τό ρεδμα τοῦ ἀέρος· быстрое \течение τό δυνατό ρεδμα· плыть по \течениею прям., перен ἀκολουθώ τό ρεδμα· идти́ против \течениея прям., перен πηγαίνω ἐνάντια στό ρεδμα· вверх по \течениею ἀνάρ-ρεμα τοῦ ποταμοὔ· вниз по \течениею μέ τό ρεδμα τοῦ ποταμοῦ·3. перен (направление) τό ρεύμα; \течение в нау́ке ἐπιστημονικό ρεῦμα· ◊ в \течение ἐπί, στή διάρκεια, διαρ-κοῦντος, κατά τή διάρκεια· в \течение дня στή διάρκεια τής ήμέρας, ἐντός τής ἡμέ-ρας· в \течение месяца μέσα σ' ἐναν μήνα· с \течениеем времени μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, μέ τόν καιρό· в \течение трех часов μέσα σέ τρεις ὠρες· в \течение всей беседы... σ' ὅλη τή διάρκεια τής συζήτησης... -
10 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. -
11 удостаивать
удостаиватьнесов1. κρίνω ἄξιον, καταδέχομαι, εὐαρεστοῦμαι:не \удостаивать кого́-л. ответом δέν καταδέχομαι νά ἀπαντήσω σέ κάποιον2. (награждать) ἀπονέμω, τιμῶ μέ...:\удостаивать звания ἀπονέμω τίτλο· \удостаивать ученой степени ἀπονέμω ἐπιστημονικό τίτλο· \удостаивать награды τιμῶ μέ βραβείο, βραβεύω. -
12 επιστημονικές
η, ό[ν] научный; учёный;Επιστημονικό -
13 диспут
-а α.1. συζήτηση (πάνω σε θέμα επιστημονικό, λογοτεχνικό κλπ.)• λογομαχία•вести диспут διεξάγω, κάνω συζήτηση, συζητώ.
2. δημόσια υποστήριξη διατριβής. -
14 кредо
ουδ. άκλ.1. το πιστεύω (ως σύμβολο θρησκευτικής πίστης).2. απόψεις, πεποιθήσεις, κοσμοθεωρία•политическое кредо το πολιτικό πιστεύω•
научное кредо το επιστημονικό πιστεύω.
-
15 наукообразный
επ., -зен, -зна, -зно., επιστημονικός•.ο κατά επιστημονικό τρόπο. -
16 научно-исследовательский
επ.επιστημονικο-ερευνητικός•-ая работа εργασία επιστημονικής έρευνας•
научно-исследовательский институт ινστιτούτο επιστημονικών ερευνών.
-
17 реферат
-а α.σύντομη έκθεση (σε ένα θέμα επιστημονικό, λογοτεχνικό ή άλλο). -
18 симпозиум
-а α.συμπόσιο (διεθνής σύσκεψη με επιστημονικό θέμα). -
19 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
20 удостоить
-ою, -оишьρ.σ.μ.1. κρίνω άξιο βράβευσης• βραβεύω• τιμώ με βραβείο•удостоить награды τιμώ με βραβείο•
2. αξιώνω, καταδέχομαι, ευαρεστούμαι• στέργω• αξίζω•удостоить не -ит кого-нибудь ответом απαξιώ να απαντήσω σε κάποιον.
εκφρ.удостоить чести кого – τιμώ κάποιον.1. τιμούμαι• βραβεύομαι•удостоить высшей награды τιμούμαι με το ανώτατο βραβείο.
2. αξίζω• αξιώνομαι•он -лся её улыбки αυτός αξιώθηκε του χαμόγελου της.
εκφρ.удостоить чести – ειρν. αξίζω τιμής, τιμούμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αρχαιολογική Εταιρεία — Επιστημονικό σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 1837, με σκοπό να βοηθήσει στις ανασκαφές και στην καλή συντήρηση των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα. Ο οργανισμός έπαψε να λειτουργεί από το 1853 έως το 1858, οπότε και επανασυστάθηκε. Η Α … Dictionary of Greek
Αγρονομικό Ινστιτούτο — Επιστημονικό ίδρυμα που ασχολείται με τα γεωργικά προβλήματα. Το ίδρυμα διαθέτει ειδικευμένο προσωπικό για τα ζητήματα της γεωργίας και γενικά της γεωπονικής επιστήμης. Το προσωπικό ρυθμίζει το σύστημα καλλιέργειας που πρέπει να εφαρμοστεί σε μια … Dictionary of Greek
Βυζαντινοσλαβικά — Επιστημονικό περιοδικό βυζαντινών σπουδών που εκδόθηκε στην Πράγα το 1929 από τη Βυζαντινολογική Επιτροπή του Σλαβικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών της Τσεχίας … Dictionary of Greek
Γεωδυναμικό ή Σεισμολογικό Ινστιτούτο Αστεροσκοπείου Αθηνών — Επιστημονικό ινστιτούτο το οποίο ιδρύθηκε το 1893 με την ονομασία Σεισμολογική Υπηρεσία. Απέκτησε τον πρώτο του σεισμογράφο το 1898 και τον αντικατέστησε με ένα αξιόπιστο οριζόντιο σεισμόμετρο δύο συνιστωσών μόλις το 1910. Δεύτερο οριζόντιο… … Dictionary of Greek
Ινστιτούτο Αιγύπτου — Επιστημονικό ίδρυμα, που συστάθηκε στην Αίγυπτο από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με τα 36 μέλη της Επιτροπής Επιστημών και Τεχνών, που έφερε μαζί του το 1798. Το Ι.Α. συγκέντρωσε πολύτιμο υλικό, που δημοσιεύτηκε στα Υπομνήματα γιατην Αίγυπτο (Παρίσι … Dictionary of Greek
Ινστιτούτο Βενετίας — Επιστημονικό ελληνικό ίδρυμα για την προώθηση των βυζαντινών και των μεταβυζαντινών σπουδών, με έδρα τη Βενετία. Ιδρύθηκε με τον νόμο 1766/1951, μετά την υπογραφή της ελληνοϊταλικής συμφωνίας της 21ης Σεπτεμβρίου 1948. Η επιστημονική εποπτεία του … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Karyotakismus — (griechisch Kαρυωτακισμός, abgeleitet vom Namen des Dichters Kostas Karyotakis) ist in der neugriechischen Literaturgeschichte die Bezeichnung für das hauptsächlich von 1928 bis 1938 aufgetretene Phänomen, dass zahlreiche, vor allem junge,… … Deutsch Wikipedia
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek