-
1 τμηδην
adv. [τέμνω] делая (сделав) порезτ. αὐχέν΄ ἐπῆλθε (ἐγχείη) Hom. — копье, пройдя по шее, разрезало ее
См. также в других словарях:
κατατμήδην — (Μ) επίρρ. σε κομμάτια, κομματιαστά, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα τμη τού κατατέμνω «κατακομματιάζω», πρβλ. μέλλ. κατα τμή σω + επιρρμ. κατάλ. δην, (πρβλ. κλή δην, σύρ δην)] … Dictionary of Greek
τμήδην — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὅσον ἐπιτεμεῑν καὶ οὐκ εἰς βάθος τρῶσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη τού τέμνω* (βλ. λ. τμή γω) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. βά δην)] … Dictionary of Greek