-
1 τμητός
τμητός, geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.
-
2 τμητος
дор. τμᾱτός 3[adj. verb. к τέμνω См. τεμνω]1) вырезной, кроеный(ἱμᾶντες Soph., Eur.)
2) разрезаемый, делимый, дробимый(εἰς ἄπειρον Plut.)
οὐ σιδήρῳ τ. Theocr. — неуязвимый для меча -
3 τμητός
τμητόςcut: masc nom sg -
4 τμητός
τμητός, geschnitten; auch von Furchen; zerschnitten, zerstört, getrennt -
5 τμητός
η, ό[ν]1) поддающийся расчленению, расчленимый; 2) отрезанный; отрубленный; рассечённый (на части) -
6 τμητός
-ή,-όν A 1-0-0-0-0=1 Ex 20,25cut, dressed (of stones) -
7 τμητός
A cut, shaped by cutting,τ. ἱμάντες S.El. 747
, E.Hipp. 1245;τμητοῖς ὁλκοῖς S.El. 863
(lyr.);τυρὸς τ. Antiph.133.9
(anap.), cf. Anaxandr. 30.1.2 that can be cut or severed,ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν Arist.Metaph. 1020b29
, cf. Mete. 387a7, Theoc.25.275. -
8 πολύ-τμητος
πολύ-τμητος, viel, sehr geschnitten, zerschnitten; παρειά, Antiphil. ep. (XI, 66); Opp. Cyn. 2, 252; auch akt., ὀδύναι, Hal. 5, 288.
-
9 φιλό-τμητος
φιλό-τμητος, das Schneiden, den Schnitt liebend, φιλότμητος ἡμέρα, der Tag der Beschneidung, Nonn.
-
10 χειρό-τμητος
χειρό-τμητος, mit der Hand geschnitten, ausgeschnitten, Strab. 1, 3,18.
-
11 γλωσσό-τμητος
γλωσσό-τμητος, dem die Zunge abgeschnitten, LXX.
-
12 εὔ-τμητος
-
13 εὖ-ανά-τμητος
εὖ-ανά-τμητος, leicht zu zerschneiden, Galen.
-
14 νεό-τμητος
νεό-τμητος, frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.
-
15 δορί-τμητος
δορί-τμητος, vom Speere durchschnitten, durchbohrt, Aesch. Ch. 343.
-
16 ἀ-περί-τμητος
ἀ-περί-τμητος, unbeschnitten, Ios.; neben ἀνελλιπής Plut. am. prol. 3.
-
17 ἀ-διά-τμητος
ἀ-διά-τμητος, ungetheilt, Sp.
-
18 ὁλό-τμητος
ὁλό-τμητος, ganz zerschnitten, B. A. 54.
-
19 ἄ-τμητος
-
20 ἐρί-τμητος
ἐρί-τμητος, gut geschnitten, ἱμάντες, Opp. Cyn. 4, 106.
См. также в других словарях:
τμητός — cut masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητός — ή, ό / τμητός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος 2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί αρχ. χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη τού τέμνω* (βλ. λ. τμή γω) + κατάλ. τός*] … Dictionary of Greek
τμητόν — τμητός cut masc acc sg τμητός cut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητοῖς — τμητός cut masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητοῖσι — τμητός cut masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητούς — τμητός cut masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητή — τμητός cut fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητῷ — τμητός cut masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσσαλότμητος — και αττ. τ. θετταλότμητος, ον (Α) (για κρέας) αυτός που έχει κοπεί σαν να πρόκειται να τόν φάει Θεσσαλός, δηλ. ένας λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θεσσαλός + τμητός (< τμητός < τέμνω), πρβλ. ά τμητος, δορί τμητος] … Dictionary of Greek
λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… … Dictionary of Greek
μοριότμητος — μοριότμητος, ον (Α) απόκοπος*, ευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον «γεννητικό ανδρικό όργανο» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. λαιμό τμητος, χειρό τμητος] … Dictionary of Greek