-
1 τμησίχρους
A = ταμεσίχρως, ἀνέπτυξε ποιητικῶς τὸ τμησίχροας Sch.Il.13.340.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τμησίχρους
См. также в других словарях:
τμησίχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. τμησίχροος, οον, Α ταμεσίχρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη σι (βλ. λ. τμήγω και τέμνω), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρους (< χρώς*, χροός «χρώμα, επιδερμίδα»)] … Dictionary of Greek