Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τλῆσις

См. также в других словарях:

  • τλῆσις — audacity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλήσις — ήσεως, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τλῆσις τόλμα, θράσος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας) + κατάλ. σις] …   Dictionary of Greek

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • τλῆσιν — τλάω suffer aor subj act 3rd sg (epic) τλῆσις audacity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλήσηι — τλήσῃ , τλάω suffer fut ind mid 2nd sg τλῆσις audacity fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλήσῃ — τλάω suffer fut ind mid 2nd sg τλήσηι , τλῆσις audacity fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»