-
141 προσανοιγω
См. также в других словарях:
Δυοῖν λεγόντοιν, θατέρου θμουμένου, Μὴ ἀντιτείγων τοῖς λόγοις σοφώτερος. — См. Умный уступает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… … Dictionary of Greek
TELCHINES — popul. Rhodi insulae, eo ex Creta profecti (unde Rhodus Telchinia dicta) Ialysum urbem incolentes. Ovid. Met. l. 7. v. 365. Ialysios Telchinas, Quorum oculos ipso mutantes omnia visu Iuppiter exosus fraternis subdidit undis. Malefici siquidem… … Hofmann J. Lexicon universale
ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek
умный уступает — Ср. Der Klügere giebt nach. Ср. Le plus sage se tait. Ср. Qui vincitur, vincit. Petron. 59. Ср. Cede repugnanti: cedendo victor abibis. Ovid. Ars am. 2, 197. Ср. Δυοιν λεγόντοιν, θατέρου θυμουμένου, Μη αντιτείγων τοις λόγοις σοφώτερος. Когда двое … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Умный уступает — Умный уступаетъ. Ср. Der Klügere giebt nach. Ср. Le plus sage se tait. Ср. Qui vincitur, vincit. Petron. 59. Ср. Cede repugnanti: cedendo victor abibis. Ovid. Ars am. 2, 197. Ср. Δυοῖν λεγόντοιν, θατέρου θμουμένου, Μὴ ἀντιτείγων τοῖς λόγοις… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
обо˫ачьскы — (1*) нар. Двояко, двояким образом: [злочестивый царь] обо˫ачьскы творѧше. и мужьственое любоч(с)тье. иже въ словесѣхъ обратѣ испытань˫а [ἐν τοῖς λόγοις στροφὰς καὶ πλοκος] на нравъ добръ преведъ. (ἀμφίβολον) ГБ XIV, 190а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обратъ — ОБРАТ|Ъ (3*), А с. Поворот: ѡбратомь. перстьнымь ѡгигисъ аще нѣ(с) баснь ѿ него... мч҃тль бы(с) людемъ. (τῇ στροφῇ) ГБ XIV, 151б; | образн.: самъ въ сво˫а влѣзъ похвалень˫а... но на ѡбратъ. да сѧ възвратить пакы на(м) слово ГБ XIV, 151г; || перен … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)