Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τιτλ-όω

См. также в других словарях:

  • κολεούχος — ο δερμάτινο εξάρτημα τής ιπποσκευής στο οποίο έδενε ο ιππέας με ιμάντες τον κολεό, τη θήκη τού ξίφους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + ούχος (< έχω), πρβλ. κλειδ ούχος, τιτλ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»