-
1 τίτλος
τίτλ-ος, ὁ, Lat.A titulus, title, inscription, Ev.Jo.19.20, IG22.1121.26,41 (iv A.D.), al., Lyd.Mag.1.19: also the stone bearing the inscription, IG12(7).259.10 (Amorgos, iii A.D.), Supp.Epigr.6.305, al. ([place name] Lycaonia), Hsch.: also fem.,ἀνεστήσαμεν τὴν τ. ταύτην Supp.Epigr.6.370
(ibid., iv A.D.), cf. 284 (ibid.).II title, section, Just.Nov.29.4. -
2 τιτλόω
См. также в других словарях:
κολεούχος — ο δερμάτινο εξάρτημα τής ιπποσκευής στο οποίο έδενε ο ιππέας με ιμάντες τον κολεό, τη θήκη τού ξίφους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + ούχος (< έχω), πρβλ. κλειδ ούχος, τιτλ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek