-
1 τιτθός
τιτθός, ὁ, = τιτϑή, Brustwarze, Mutterbrust; Ar. Th. 640; τιτϑὸν δοῦναι παιδίῳ, Lys. 1, 10. Seltener von der männlichen Brust, Jac. A. P. 753. – Auch = τροφός, Nährer, Pfleger.
-
2 τιτθος
ὁ [θάομαι I] сосок груди, тж. женская грудь Lys., Arph. -
3 τιτθός
τιτθόςbreast: masc nom sg -
4 τιτθός
-
5 τιτθός
-
6 ἀπό-τιτθος
ἀπό-τιτθος ( τίτϑη), von der Mutterbrust entwöhnt, Philo.
-
7 ὀρθό-τιτθος
ὀρθό-τιτθος, mit graden, stehenden Brüsten, Sp.
-
8 ὁμό-τιτθος
ὁμό-τιτθος, = ὁμότηϑος, Dinarch. bei Poll. 6, 156.
-
9 τιτθοί
τιτθόςbreast: masc nom /voc pl -
10 τιτθούς
τιτθόςbreast: masc acc pl -
11 τιτθόν
τιτθόςbreast: masc acc sg -
12 τιτθη
-
13 τυτθός
τυτθός, όν, bei Sp. auch 3 Endgn., klein, jung; bei Hom. als adj. stets von Menschen, τόν γ' ἔϑρεψε δόμοις ἔνι τυτϑὸν ἐόντα, Il. 11, 223, oft; auch τυτϑὸς ἐοῦσα, 22, 480; συνεξελαύνει τυτϑὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις, Aesch. Ag. 1588; – τυτϑόν, adv., einwenig; vom Raume, ἀνεχάζετο τυτϑὸν ὀπίσσω Il. 5, 443, τυτϑὸν ἀποπρὸ νεῶν 7, 334, ἠλεύατο τυτϑὸν ἔγχος 13, 185, u. öfter; – auch = kaum, mit Mühe, τυτϑὸν γὰρ ὑπὲκ ϑανάτοιο φέρονται, 15, 628. 19, 335; τυτϑὰ δ' ἐκφυγεῖν ἄνακτα, Aesch. Pers. 556; – von der Stimme, leise, unmerklich, τυτϑὸν φϑεγξαμένη Il. 24, 170; – auch τυτϑὰ διατμῆξαι, κεάσσαι, in kleine Stücke schneiden, spalten, Od. 12, 174. 388. – (Wahrscheinlich verwandt mit τιτϑός, τίτϑη.)
-
14 ἐπι-στηθίδιος
ἐπι-στηθίδιος, = ἐπιστήϑιος, E. M. v. τιτϑός.
-
15 τιτθοίς
-
16 τιτθοῖς
-
17 τιτθοίσι
-
18 τιτθοῖσι
-
19 τιτθοίσιν
-
20 τιτθοῖσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τιτθός — breast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… … Dictionary of Greek
τιτθοῖς — τιτθός breast masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῖσι — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῖσιν — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοί — τιτθός breast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῦ — τιτθός breast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθούς — τιτθός breast masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθῷ — τιτθός breast masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθόν — τιτθός breast masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότιτθος — ὁμότιτθος, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε από την ίδια τροφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπό τιτθος] … Dictionary of Greek