Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τιποτένιο

  • 1 мелочь

    мелочь ж 1) (деньги) τα ψιλά 2) (пустяки) το μηδαμινό (или τιποτένιο) πράγμα
    * * *
    ж
    1) ( деньги) τα ψιλά
    2) ( пустяки) το μηδαμινό ( или τιποτένιο) πράγμα

    Русско-греческий словарь > мелочь

  • 2 безделица

    безделица
    ж τό τιποτένιο πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > безделица

  • 3 грамота

    грамот||а
    ж
    1. (умение читать и писать) τά γράμματα·
    2. (документ) ὁ χάρτης:
    верительные \грамотаы дип. τά διαπιστευτήρια· охранная \грамота ист. ἡ ἀδεια, τό πιστοποιητικό· почетная \грамота τό τιμητικό δίπλωμα· похвальная \грамота ὁ ἐπαινος· ◊ филькина \грамота ирон. τιποτένιο χαρτί, πα-λιόχαρτο.

    Русско-новогреческий словарь > грамота

  • 4 ерундНа

    ерундНа́
    ж разг
    1. (вздор, чепуха) ἡ ἀνοησία, ἡ κουταμάρα, τά κουροφέξαλα, τά κολοκύθια:
    говорить \ерундНау́ λέγω ἀνοησίες·
    2. (пустяк) τό τιποτένιο πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > ерундНа

  • 5 мелочь

    мелоч||ь
    ж
    1. (мелкие предметы) τά μικροπράματα, τά λιανώματα·
    2. (деньги) τά ψιλά, τά λιανά·
    3. (пустяк) ἡ μικρολογία, τό ἀσήμαντο γεγονός, τό τιποτένιο πρᾶ(γ)μα· ◊ размениваться на \мелочьи μικρο-λογῶ, καταγίνομαι μέ τιποτένια πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > мелочь

  • 6 пустяк

    пустя||к
    м τό τιποτένιο πράγμα:
    из-за \пустяккбв γιά τό τίποτε, γιά ψιλοπράγματα, γιά ψύλλου πήδημα это \пустякки́ τιποτένια πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > пустяк

  • 7 мелочь

    [μιέλατς] ουσ. θ. μικροπράματα, τα ψιλά, τιποτένιο πράγμα

    Русско-греческий новый словарь > мелочь

  • 8 пустяк

    [πουστγιάκ/] ουσ. α τιποτένιο πράγμα

    Русско-греческий новый словарь > пустяк

  • 9 мелочь

    [μιέλατς] ουσ θ μικροπράματα, τα ψιλά, τιποτένιο πράγμα

    Русско-эллинский словарь > мелочь

  • 10 пустяк

    [πουστγιάκ] ουσ α τιποτένιο πράγμα

    Русско-эллинский словарь > пустяк

  • 11 безделица

    θ.
    πράγμα τιποτένιο, μηδαμινό, ψιλοπράγμα•

    всякая безделица его тревожит κάθε ψιλοπράγμα τον τρομάζει.

    Большой русско-греческий словарь > безделица

  • 12 ерунда

    θ.
    ανοησία, κουταμάρα, αρλούμπα. || τιποτένιο, μηδαμηνό πράγμα.

    Большой русско-греческий словарь > ерунда

  • 13 мелочь

    -и, γεν. πλθ.θ.
    1. μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, λιανικά•

    всякая мелочь παντοειδή μικροπράγματα.

    || (για αντικείμενα ή ζώα) αθρσ. τα μικρά. || τα μικρά παιδιά. || μτφ. οι μικροί, οι κατώτεροι άνθρωποι (κοινωνικά ή υπηρεσιακά).
    2. αθρσ. τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα.
    3. πράγμα ασήμαντο, αναξιόλογο, τιποτένιο. || μικρολεπτομέρεια.
    εκφρ.
    α) λιανικώς• продавать по -ам – πουλώ λιανικώς•
    β) από λίγα, κατά μικρές ποσότητες• покупать по -ам – αγοράζω από λίγα πράγματα•
    размениваться по -ам ή на -и – ασχολούμαι (καταγίνομαι) με μικροπράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > мелочь

  • 14 никчёмность

    θ.
    μηδαμηνότητα, τιποτένιο πράγμα.

    Большой русско-греческий словарь > никчёмность

  • 15 никчёмный

    επ.
    μηδαμηνός, τιποτένιος• αναειόλογος•

    -ое занятие τιποτένια ασχολία•

    -вопрос τιποτένιο ζήτημα•

    -ая книга αναξιόλογο βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > никчёмный

  • 16 прах

    α.
    1. παλ. σκόνη• κονιορτός.
    2. στάχτη, τέφρα. || τιποτένιο πράγμα.
    3. λείψανο, το σκήνος, η σορός. || η σποδός.
    εκφρ.
    на кой -? – (απλ.) τί χρειάζεται;•
    прах меня знает, заберт кто чтоκ.τ.τ. άγνωστο, ποιος ξέρει τι και ποιο•
    прах тебя (егоκ.τ.τ.) побери (возьми) να πάει στο διάβολο (για αγανάκτηση)•
    прах с тобой (с ней, с нимκλπ.) α) καλά, ας είναι, ας γίνει έτσι (με ενδοτική σημ.)1 β) μου είναι αδιάφορο, δε με νοιάζει•
    повергнуть ή разбить, превратить κ.τ.τ. в прах – τα κάνω σκόνη ή στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς)•
    пойти ή рассыпаться, разлететься -ом – γίνομαι στάχτη ή σκόνη (καταστρέφομαι, χάνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > прах

  • 17 пустой

    επ., βρ: пуст, -а, -о.
    1. άδειος, κενός• κούφιος•

    -ая бочка άδειο βαρέλι•

    -ая коробка άδειο κουτάκι•

    пустой чемодан άδεια βαλίτσα.

    || ακατοίκητος•

    пустой дом ακατοίκητο σπίτι.

    || ελεύθερος•

    у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.

    || ακαρύκευτος, ανάρτυτος•

    -ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).

    2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.
    3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•

    -ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.

    || ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.
    4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.
    5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.
    εκφρ.
    - ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•
    с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•
    уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•
    - ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > пустой

  • 18 пустяк

    α.
    1. πράγμα τιποτένιο, μηδαμηνό• μικροπράγμα•

    заниматься -ами ασχολούμαι με μικροπράγματα•

    поспорили из-за -ами συζήτησαν (φιλονίκησαν) για το τίποτε.

    || πράγμα φτηνότατο, μηδαμηνής αξίας, ευτελές. || ποσό μηδαμηνό, ασήμαντο.
    2. (συνήθως πλθ.) пустяки, -ов ανοησίες, κουταμάρες. || ως κατηγ. (δεν είναι) τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > пустяк

  • 19 пустяковый

    επ.
    τιποτένιος, μηδαμηνός•

    -ая вещь τιποτένιο πράγμα•

    -ое дело τιποτένια υπόθεση, χαμένη δουλειά.

    || ευκολότατος, ευχερέστατος•

    -ая задача ευκολότατο πρόβλημα.

    Большой русско-греческий словарь > пустяковый

  • 20 пустячок

    -чка α. πραγματάκι τιποτένιο.

    Большой русско-греческий словарь > пустячок

См. также в других словарях:

  • Παφλαγών — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φινέα, από τον οποίο πήρε το όνομά της, κατά την παράδοση, η Παφλαγονία. Π. λεγόταν και ο κάτοικος της αρχαίας Παφλαγονίας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Παφλαγόνες ανόητους και η λέξη Π. σήμαινε τον φλύαρο και… …   Dictionary of Greek

  • βάγιο — και βάγι, το (AM βαΐον) κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13) μσν. νεοελλ. φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» με μεγάλη επισημότητα, με θερμές… …   Dictionary of Greek

  • μυόχοδος — μυόχοδος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυόχοδον περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο αρχ. 1. (κατά τον Φώτ.) «μυόχοδον οὐδενὸς ἄξιον» 2. φρ. «μυόχοδος γέρων» λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» +… …   Dictionary of Greek

  • πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… …   Dictionary of Greek

  • παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… …   Dictionary of Greek

  • ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου …   Dictionary of Greek

  • τιποτένιος, -ια, -ιο — 1. ασήμαντος, μηδαμινός: Τιποτένιο χρέος. 2. ελεεινός, πρόστυχος: Τιποτένιος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»