-
1 мелочь
мелочь ж 1) (деньги) τα ψιλά 2) (пустяки) το μηδαμινό (или τιποτένιο) πράγμα* * *ж1) ( деньги) τα ψιλά -
2 безделица
безделицаж τό τιποτένιο πράγμα. -
3 грамота
грамот||аж1. (умение читать и писать) τά γράμματα·2. (документ) ὁ χάρτης:верительные \грамотаы дип. τά διαπιστευτήρια· охранная \грамота ист. ἡ ἀδεια, τό πιστοποιητικό· почетная \грамота τό τιμητικό δίπλωμα· похвальная \грамота ὁ ἐπαινος· ◊ филькина \грамота ирон. τιποτένιο χαρτί, πα-λιόχαρτο. -
4 ерундНа
ерундНа́ж разг1. (вздор, чепуха) ἡ ἀνοησία, ἡ κουταμάρα, τά κουροφέξαλα, τά κολοκύθια:говорить \ерундНау́ λέγω ἀνοησίες·2. (пустяк) τό τιποτένιο πράγμα. -
5 мелочь
мелоч||ьж1. (мелкие предметы) τά μικροπράματα, τά λιανώματα·2. (деньги) τά ψιλά, τά λιανά·3. (пустяк) ἡ μικρολογία, τό ἀσήμαντο γεγονός, τό τιποτένιο πρᾶ(γ)μα· ◊ размениваться на \мелочьи μικρο-λογῶ, καταγίνομαι μέ τιποτένια πράγματα. -
6 пустяк
пустя||км τό τιποτένιο πράγμα:из-за \пустяккбв γιά τό τίποτε, γιά ψιλοπράγματα, γιά ψύλλου πήδημα это \пустякки́ τιποτένια πράγματα. -
7 мелочь
[μιέλατς] ουσ. θ. μικροπράματα, τα ψιλά, τιποτένιο πράγμα -
8 пустяк
[πουστγιάκ/] ουσ. α τιποτένιο πράγμα -
9 мелочь
[μιέλατς] ουσ θ μικροπράματα, τα ψιλά, τιποτένιο πράγμα -
10 пустяк
[πουστγιάκ] ουσ α τιποτένιο πράγμα -
11 безделица
-ы θ.πράγμα τιποτένιο, μηδαμινό, ψιλοπράγμα•всякая безделица его тревожит κάθε ψιλοπράγμα τον τρομάζει.
-
12 ерунда
-ы θ.ανοησία, κουταμάρα, αρλούμπα. || τιποτένιο, μηδαμηνό πράγμα. -
13 мелочь
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, λιανικά•всякая мелочь παντοειδή μικροπράγματα.
|| (για αντικείμενα ή ζώα) αθρσ. τα μικρά. || τα μικρά παιδιά. || μτφ. οι μικροί, οι κατώτεροι άνθρωποι (κοινωνικά ή υπηρεσιακά).2. αθρσ. τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα.3. πράγμα ασήμαντο, αναξιόλογο, τιποτένιο. || μικρολεπτομέρεια.εκφρ.α) λιανικώς• продавать по -ам – πουλώ λιανικώς•β) από λίγα, κατά μικρές ποσότητες• покупать по -ам – αγοράζω από λίγα πράγματα•размениваться по -ам ή на -и – ασχολούμαι (καταγίνομαι) με μικροπράγματα. -
14 никчёмность
-и θ.μηδαμηνότητα, τιποτένιο πράγμα. -
15 никчёмный
επ.μηδαμηνός, τιποτένιος• αναειόλογος•-ое занятие τιποτένια ασχολία•
-вопрос τιποτένιο ζήτημα•
-ая книга αναξιόλογο βιβλίο.
-
16 прах
-а α.1. παλ. σκόνη• κονιορτός.2. στάχτη, τέφρα. || τιποτένιο πράγμα.3. λείψανο, το σκήνος, η σορός. || η σποδός.εκφρ.на кой -? – (απλ.) τί χρειάζεται;•прах меня знает, заберт кто что – κ.τ.τ. άγνωστο, ποιος ξέρει τι και ποιο•прах тебя (его – κ.τ.τ.) побери (возьми) να πάει στο διάβολο (για αγανάκτηση)•прах с тобой (с ней, с ним – κλπ.) α) καλά, ας είναι, ας γίνει έτσι (με ενδοτική σημ.)1 β) μου είναι αδιάφορο, δε με νοιάζει•повергнуть ή разбить, превратить κ.τ.τ. в прах – τα κάνω σκόνη ή στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς)•пойти ή рассыпаться, разлететься -ом – γίνομαι στάχτη ή σκόνη (καταστρέφομαι, χάνομαι). -
17 пустой
επ., βρ: пуст, -а, -о.1. άδειος, κενός• κούφιος•-ая бочка άδειο βαρέλι•
-ая коробка άδειο κουτάκι•
пустой чемодан άδεια βαλίτσα.
|| ακατοίκητος•пустой дом ακατοίκητο σπίτι.
|| ελεύθερος•у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.
|| ακαρύκευτος, ανάρτυτος•-ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).
2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•-ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.
|| ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.εκφρ.- ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•- ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο. -
18 пустяк
-а α.1. πράγμα τιποτένιο, μηδαμηνό• μικροπράγμα•заниматься -ами ασχολούμαι με μικροπράγματα•
поспорили из-за -ами συζήτησαν (φιλονίκησαν) για το τίποτε.
|| πράγμα φτηνότατο, μηδαμηνής αξίας, ευτελές. || ποσό μηδαμηνό, ασήμαντο.2. (συνήθως πλθ.) пустяки, -ов ανοησίες, κουταμάρες. || ως κατηγ. (δεν είναι) τίποτε. -
19 пустяковый
επ.τιποτένιος, μηδαμηνός•-ая вещь τιποτένιο πράγμα•
-ое дело τιποτένια υπόθεση, χαμένη δουλειά.
|| ευκολότατος, ευχερέστατος•-ая задача ευκολότατο πρόβλημα.
-
20 пустячок
-чка α. πραγματάκι τιποτένιο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Παφλαγών — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φινέα, από τον οποίο πήρε το όνομά της, κατά την παράδοση, η Παφλαγονία. Π. λεγόταν και ο κάτοικος της αρχαίας Παφλαγονίας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Παφλαγόνες ανόητους και η λέξη Π. σήμαινε τον φλύαρο και… … Dictionary of Greek
βάγιο — και βάγι, το (AM βαΐον) κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13) μσν. νεοελλ. φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» με μεγάλη επισημότητα, με θερμές… … Dictionary of Greek
μυόχοδος — μυόχοδος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυόχοδον περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο αρχ. 1. (κατά τον Φώτ.) «μυόχοδον οὐδενὸς ἄξιον» 2. φρ. «μυόχοδος γέρων» λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» +… … Dictionary of Greek
πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… … Dictionary of Greek
παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… … Dictionary of Greek
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek
τιποτένιος, -ια, -ιο — 1. ασήμαντος, μηδαμινός: Τιποτένιο χρέος. 2. ελεεινός, πρόστυχος: Τιποτένιος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)