-
1 τῖμος
-
2 τίμος
-
3 τῖμος
-
4 τιμος
-
5 τῖμος
τῖμος, ὁ, poet. form of -
6 πρό-τῑμος
πρό-τῑμος, vor Andern geehrt, vorzüglich; λίϑοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.
-
7 παν-έν-τῑμος
παν-έν-τῑμος, ganz in Ehren, sehr geehrt, Eust. u. a. Sp.
-
8 πολύ-τῑμος
πολύ-τῑμος, von großem Werthe, kostbar, Sp., μέ σος μηρῶν, Rufin. 3 (V, 36). – Adv., Pol. 14, 2, 3, wenn die Lesart richtig ist.
-
9 πάν-τῑμος
πάν-τῑμος, allehrend, sehr ehrenvoll; νίκης πάντιμον γέρας, Soph. El. 677; sp. D.; auch Luc. rh. praec. 1.
-
10 σύν-τῑμος
-
11 σεμνό-τῑμος
σεμνό-τῑμος, ehrwürdig, Aesch. ἀνάκτωρ, Ch. 352, vgl. Eum. 797.
-
12 φιλό-τῑμος
φιλό-τῑμος, ehrliebend, ehrgeizig; Νυκτὸς παῖδες φιλότιμοι heißen die auf ihr Ehrenrecht bedachten od. die verehrungswürdigen Erinyen, Aesch. Eum. 986 (aber ἐκ στομάτων ποτάσϑω φιλότιμ ος εὐχά ist das Gebet der Ehre, Verehrung, Suppl. 644); τὸ φιλότιμον = φιλοτιμία, γλυκὺ μέν, λυπεῖ δέ Eur. I. A. 22; Thuc. 2, 44; aus Ehrliebe, Ehrgeiz handelnd, dah. wetteifernd, eifrig bemüht, Anstand und Pracht liebend, prahlerisch, stolz; ἐπὶ σοφίᾳ Plat. Prot. 343 c; ἐπ' ἀρετῇ Legg. V, 744 e, u. öfter; u. im guten Sinne, freigebig, wohlthätig, großmüthig, βίος Lys. 2, 16; περὶ ξένους Plut. Crass. 3. – Pass., aus Ehrliebe gethan. – Adv., φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτεύεσϑαι Lys. 16, 18; γυμνασιαρχῶ Is. 7, 36, u. öfter; ἔχειν πρός τινα Plat. Charm. 162 d; φιλοτίμως ἔχειν πρός τι, sich eifrig um Etwas bemühen, z. B. πρὸς τὸ ἀγαϑὸν φαίνεσϑαι Xen. Cyr. 1, 6,26; πρὸς ἀλλήλους, mit einander wetteifern, Isocr., Pol. oft.
-
13 νυμφό-τῑμος
νυμφό-τῑμος, die Braut ehrend, μέλος, Aesch. Ag. 688; Wellauer schreibt νυμφοτῖμος.
-
14 εὐρύ-τῑμος
εὐρύ-τῑμος, weit u. breit verehrt, Ζεύς Pind. Ol. 1, 42.
-
15 βαρύ-τῑμος
βαρύ-τῑμος, 1) hochgeehrt, ϑεοί Aesch. Suppl. 24. – 2) von schwerem Werthe, theuer, Strab.; – theuer verkaufend, Hel. 2, 30.
-
16 ξενό-τῑμος
ξενό-τῑμος, Gastfreunde od. Fremde ehrend, Aesch. Eum. 547.
-
17 μικρο-φιλό-τῑμος
μικρο-φιλό-τῑμος, in Kleinigkeiten Ehre suchend, kleinlich ehrgeizig, Theophr. char. 23.
-
18 μιγιστό-τῑμος
μιγιστό-τῑμος, am höchsten geehrt, Δίκη, Aesch. Suppl. 690.
-
19 μεγαλό-τῑμος
μεγαλό-τῑμος, von großem Preise, Werthe, hochgeehrt, VLL. als Erkl. von ἐρίτιμος. – Adv., D. Sic. 8, 88.
-
20 μεγά-τῑμος
μεγά-τῑμος, = μεγαλότιμος, Ael. V. H. 8, 7.
См. также в других словарях:
τῖμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιμῶ*] … Dictionary of Greek
Μωραϊτίνης, Τίμος — (1875 – 1952). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Ασχολήθηκε νωρίς με τη δημοσιογραφία, ως χρονογράφος των αθηναϊκών εφημερίδων Εμπρός, Εστία, Έθνος, Ακρόπολις κ.ά. Το 1906 έγραψε το θεατρικό έργο Μαραθώνιος δρόμος, που απέσπασε εξαιρετικά ευνοϊκές… … Dictionary of Greek
Μαλάνος, Τίμος — (Κύθηρα 1897 – Λοζάνη, Ελβετία 1984). Κριτικός της λογοτεχνίας. Εγκαταστάθηκε το 1908 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα. Γνώρισε τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και είναι ο πρώτος που έγραψε βιβλίο για τον… … Dictionary of Greek
τῖμον — τῖμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) … Dictionary of Greek
ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] … Dictionary of Greek
θεότιμος — και θεοτίμος, ον (Α) θεοτίμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό τιμος, έν τιμος] … Dictionary of Greek
ισότιμος — η, ο (ΑΜ ἰσότιμος, ον) 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν) η ισοτιμία* νεοελλ. αρχ. αυτός που έχει ίση αξία με άλλους αρχ. 1. ίσος … Dictionary of Greek
Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français