См. также в других словарях:
τιμηρύειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τιμιοπωλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + ἐρύω «έλκω, σύρω, ελκύω»] … Dictionary of Greek
τιμηρύειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τιμιοπωλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + ἐρύω «έλκω, σύρω, ελκύω»] … Dictionary of Greek