-
1 τική
τική эмиссионный банк;εμπορική τική — коммерческий банк;
τική υποθηκών — ипотечный банк;
2) стол;χειρουργική τική — операционный стол;
§
αγία τική ( — святой) алтарь;τική οδόντων — жевательная поверхность зубов
См. также в других словарях:
καταπιστευματικός — και καταπιστευτικός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο καταπίστευμα 2. φρ. α) «καταπιστευ(μα)τική δικαιοπραξία» η δικαιοπραξία με την οποία συνειδητά και σκόπιμα μεταβιβάζεται στον έναν από τους συναλλασσόμενους μεγαλύτερη νομική εξουσία από… … Dictionary of Greek
κοιλιτική — κοιλιτική, ἡ (Α) [κοιλία] (Α) (ενν. νόσος) ασθένεια τής κοιλιάς, κοιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. κοιλι τική (ενν. νόσος) < κοιλία + κατάλ. τική, θηλ. τού τικός ή ίσως μέσω ενός αμάρτυρου *κοιλ ίτης] … Dictionary of Greek
καταπίστευση — η 1. γεν. το να εμπιστεύεται κάποιος κάτι σε άλλον 2. (αστ. δίκ.) η καταπιστευ(μα)τική δικαιοπραξία, βλ. καταπιστευματικός, ή, ό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιστεύω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπίστευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν… … Dictionary of Greek
θηρατικῇ — θηρᾱτικῇ , θηρατικός given by the hunter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατική — θηρᾱτική , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτική — κωλῡτική , κωλυτικός preventive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασιτική — παρασῑτική , παρασιτικός of a fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατικῇ — πειρᾱτικῇ , πειρατικός fit for piracy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατική — πειρᾱτική , πειρατικός fit for piracy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτικῆι — πολῑτικῇ , πολιτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτικῇ — πολῑτικῇ , πολιτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)